3,274,246
edits
(14) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑστία]], Α ιων. τ. [[ἱστίη]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του σπιτιού στο οποίο οι ένοικοι άναβαν τον χειμώνα [[φωτιά]] που χρησιμοποιούσαν και για [[μαγείρεμα]] (κν. [[γωνιά]], [[τζάκι]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[σπίτι]] ή ο [[τόπος]] διαμονής κάποιου προσώπου («εγκατέλειψε την πατρική [[εστία]]»)<br /><b>3.</b> το [[μέρος]] στο οποίο δημιουργείται [[κάτι]] που διαδίδεται και σε άλλα μέρη, η [[κοιτίδα]], η [[πηγή]], το [[κέντρο]] (α. «[[εστία]] του πολιτισμού» β. «[[εστία]] του κακού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρατ.</b> (για [[παλιά]] πυροβόλα) η [[σκάφη]] του εμπυρέα (κν. βιδόνι)<br /><b>2.</b> <b>(πυροβ.)</b> το [[σημείο]] στο οποίο παράγεται ο [[σπινθήρας]] («[[εστία]] πυροβόλου όπλου»)<br /><b>3.</b> (για υπονομεύσεις) ο [[χώρος]] που τοποθετούνται οι εκρηκτικές ύλες<br /><b>4.</b> <b>τεχνολ.</b> το [[μέρος]] μιας συσκευής βιομηχανικής ή οικιακής θέρμανσης όπου γίνεται η [[καύση]]<br /><b>5.</b> <b>φυσ.</b> το [[σημείο]] που συγκεντρώνονται οι ακτίνες φωτεινής δέσμης [[αφού]] διέλθουν από φακό ή [[αφού]] γίνει [[αντανάκλαση]] σε κοίλα και κυρτά κάτοπτρα<br /><b>6.</b> <b>(οπτ.)</b> το [[κάθε]] ένα από τα δύο [[σημεία]] του οπτικού άξονα που συγκλίνουν οι παράλληλες ακτίνες οι οποίες εκπορεύονται από τον οφθαλμό ή εισέρχονται σε αυτόν<br /><b>7.</b> <b>μαθ.</b> [[ονομασία]] ορισμένων σημείων της ελλείψεως, της υπερβολής, της παραβολής κ.λπ. που έχουν [[θέση]] ανάλογη με τη [[θέση]] του κέντρου για τον κύκλο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[οργή]], [[πάθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[οικογένεια]], ο [[οικογενειακός]] [[κύκλος]]<br /><b>2.</b> [[βωμός]] θεών της οικογένειας και γενικά [[βωμός]], θυσιαστήριο<br /><b>3.</b> η [[ιερή]] [[έδρα]] τών οικογενειακών θεοτήτων την οποία χρησιμοποιούσαν ως [[άσυλο]] οι ικέτες<br /><b>4.</b> η τελευταία [[κατοικία]], ο [[τάφος]]<br /><b>5.</b> (για πόλεις που θεωρούνται η [[εστία]] του κράτους) η [[μητρόπολη]], η [[πρωτεύουσα]] [[πόλη]]<br /><b>6.</b> το κεντρικό πυρ του σύμπαντος στους Πυθαγορείους<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> η [[καρδιά]] ως [[εστία]] του σώματος, ως βασικό όργανο<br /><b>8.</b> (μτφ. για τη γη) «καὶ γαῑα μῆτερ, ἑστίαν δὲ σ' οἱ σοφοὶ βροτῶν καλοῡσιν ἡμένην ἐν αἰθέρι», <b>Ευρ.</b><br /><b>9.</b> [[τίτλος]] ιέρειας, [[ιέρεια]]<br /><b>10.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>ἡ Ἑστία</i><br />όνομα της θεάς της εστίας<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «ἵστω νῡν [[Ζεὺς]] [[πρῶτα]] θεῶν... [[ἱστίη]] τ' Ὀδυσῆος ἀμύμονος»<br />(για όρκο) μάρτυράς μου ας [[είναι]] [[πρώτα]] [[πρώτα]] ο [[Ζευς]] από τους θεούς... και η [[εστία]] του Οδυσσέα του ασύγκριτου, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β) «μυηθεὶς ἀφ' ἑστίας» — για [[τάξη]] μυηθέντων στα [[Ελευσίνια]]<br />γ) «ἡ Ἑστία γελᾷ» — η [[φωτιά]] στην [[εστία]] κάνει θόρυβο, <b>Αριστοτ.</b> δ) «κοινὴ [[ἑστία]]»<br />(i) [[δημόσιος]] [[βωμός]] που χρησιμεύει ως [[άσυλο]] στους πρόσφυγες<br />(ii) [[δημόσια]] [[τράπεζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[εστία]] [[είναι]] πιθ. παράγωγο ενός θ. <i>εστο</i>- ή <i>εστα</i>-, σχηματισμένη [[κατά]] τα ουσιαστικά σε -<i>ία</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οικ</i>-<i>ία</i>, <i>κλισ</i>-<i>ία</i> <b>κ.ά.</b>). Στον παράλληλο διαλεκτ. τ. <i>ιστίᾱ</i>, -<i>in</i> το αρχικό -<i>ι</i>- προήλθε πιθ. με [[αφομοίωση]], ενώ η υποτεθείσα αναλογική [[επίδραση]] του [[ίστημι]] στον τ. [[είναι]] αμφίβολη. Για την ετυμολ. της λέξης καίρια [[είναι]] η ύπαρξη ή η [[απουσία]] ενός αρχικού <i>F</i> στον τ., το οποίο μαρτυρείται μόνο στη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>γιστία</i><br /><i>εσχάρη</i> και στο αρκαδ. ανθρωπωνύμιο <i>Fιστίας</i>, ενώ λείπει στις διαλεκτικές επιγραφές, όπου θα αναμενόταν. Η σίγηση του <i>F</i>- οφείλεται ίσως σε αναλογική [[επίδραση]] του τ. [[εσχάρα]] (ή του τ. [[ίστημι]] για το <i>ιστίᾱ</i>). Η υποστηριχθείσα, εξάλλου, [[σύνδεση]] με λατ. <i>Vesta</i> δεν [[είναι]] βέβαιη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εστιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εστιάζω]], [[εστιακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αφέστιος]], [[ενέστιος]], [[επίστιος]], [[ευέστιος]], [[εφέστιος]], [[ομέστιος]], [[ομοέστιος]], [[πανέστιος]], [[παρέστιος]], [[συνέστιος]], [[συνομέστιος]], [[φιλοσυνέστιος]]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[ἑστία]], Α ιων. τ. [[ἱστίη]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του σπιτιού στο οποίο οι ένοικοι άναβαν τον χειμώνα [[φωτιά]] που χρησιμοποιούσαν και για [[μαγείρεμα]] (κν. [[γωνιά]], [[τζάκι]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[σπίτι]] ή ο [[τόπος]] διαμονής κάποιου προσώπου («εγκατέλειψε την πατρική [[εστία]]»)<br /><b>3.</b> το [[μέρος]] στο οποίο δημιουργείται [[κάτι]] που διαδίδεται και σε άλλα μέρη, η [[κοιτίδα]], η [[πηγή]], το [[κέντρο]] (α. «[[εστία]] του πολιτισμού» β. «[[εστία]] του κακού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρατ.</b> (για [[παλιά]] πυροβόλα) η [[σκάφη]] του εμπυρέα (κν. βιδόνι)<br /><b>2.</b> <b>(πυροβ.)</b> το [[σημείο]] στο οποίο παράγεται ο [[σπινθήρας]] («[[εστία]] πυροβόλου όπλου»)<br /><b>3.</b> (για υπονομεύσεις) ο [[χώρος]] που τοποθετούνται οι εκρηκτικές ύλες<br /><b>4.</b> <b>τεχνολ.</b> το [[μέρος]] μιας συσκευής βιομηχανικής ή οικιακής θέρμανσης όπου γίνεται η [[καύση]]<br /><b>5.</b> <b>φυσ.</b> το [[σημείο]] που συγκεντρώνονται οι ακτίνες φωτεινής δέσμης [[αφού]] διέλθουν από φακό ή [[αφού]] γίνει [[αντανάκλαση]] σε κοίλα και κυρτά κάτοπτρα<br /><b>6.</b> <b>(οπτ.)</b> το [[κάθε]] ένα από τα δύο [[σημεία]] του οπτικού άξονα που συγκλίνουν οι παράλληλες ακτίνες οι οποίες εκπορεύονται από τον οφθαλμό ή εισέρχονται σε αυτόν<br /><b>7.</b> <b>μαθ.</b> [[ονομασία]] ορισμένων σημείων της ελλείψεως, της υπερβολής, της παραβολής κ.λπ. που έχουν [[θέση]] ανάλογη με τη [[θέση]] του κέντρου για τον κύκλο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[οργή]], [[πάθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[οικογένεια]], ο [[οικογενειακός]] [[κύκλος]]<br /><b>2.</b> [[βωμός]] θεών της οικογένειας και γενικά [[βωμός]], θυσιαστήριο<br /><b>3.</b> η [[ιερή]] [[έδρα]] τών οικογενειακών θεοτήτων την οποία χρησιμοποιούσαν ως [[άσυλο]] οι ικέτες<br /><b>4.</b> η τελευταία [[κατοικία]], ο [[τάφος]]<br /><b>5.</b> (για πόλεις που θεωρούνται η [[εστία]] του κράτους) η [[μητρόπολη]], η [[πρωτεύουσα]] [[πόλη]]<br /><b>6.</b> το κεντρικό πυρ του σύμπαντος στους Πυθαγορείους<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> η [[καρδιά]] ως [[εστία]] του σώματος, ως βασικό όργανο<br /><b>8.</b> (μτφ. για τη γη) «καὶ γαῑα μῆτερ, ἑστίαν δὲ σ' οἱ σοφοὶ βροτῶν καλοῡσιν ἡμένην ἐν αἰθέρι», <b>Ευρ.</b><br /><b>9.</b> [[τίτλος]] ιέρειας, [[ιέρεια]]<br /><b>10.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>ἡ Ἑστία</i><br />όνομα της θεάς της εστίας<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «ἵστω νῡν [[Ζεὺς]] [[πρῶτα]] θεῶν... [[ἱστίη]] τ' Ὀδυσῆος ἀμύμονος»<br />(για όρκο) μάρτυράς μου ας [[είναι]] [[πρώτα]] [[πρώτα]] ο [[Ζευς]] από τους θεούς... και η [[εστία]] του Οδυσσέα του ασύγκριτου, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β) «μυηθεὶς ἀφ' ἑστίας» — για [[τάξη]] μυηθέντων στα [[Ελευσίνια]]<br />γ) «ἡ Ἑστία γελᾷ» — η [[φωτιά]] στην [[εστία]] κάνει θόρυβο, <b>Αριστοτ.</b> δ) «κοινὴ [[ἑστία]]»<br />(i) [[δημόσιος]] [[βωμός]] που χρησιμεύει ως [[άσυλο]] στους πρόσφυγες<br />(ii) [[δημόσια]] [[τράπεζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[εστία]] [[είναι]] πιθ. παράγωγο ενός θ. <i>εστο</i>- ή <i>εστα</i>-, σχηματισμένη [[κατά]] τα ουσιαστικά σε -<i>ία</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οικ</i>-<i>ία</i>, <i>κλισ</i>-<i>ία</i> <b>κ.ά.</b>). Στον παράλληλο διαλεκτ. τ. <i>ιστίᾱ</i>, -<i>in</i> το αρχικό -<i>ι</i>- προήλθε πιθ. με [[αφομοίωση]], ενώ η υποτεθείσα αναλογική [[επίδραση]] του [[ίστημι]] στον τ. [[είναι]] αμφίβολη. Για την ετυμολ. της λέξης καίρια [[είναι]] η ύπαρξη ή η [[απουσία]] ενός αρχικού <i>F</i> στον τ., το οποίο μαρτυρείται μόνο στη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>γιστία</i><br /><i>εσχάρη</i> και στο αρκαδ. ανθρωπωνύμιο <i>Fιστίας</i>, ενώ λείπει στις διαλεκτικές επιγραφές, όπου θα αναμενόταν. Η σίγηση του <i>F</i>- οφείλεται ίσως σε αναλογική [[επίδραση]] του τ. [[εσχάρα]] (ή του τ. [[ίστημι]] για το <i>ιστίᾱ</i>). Η υποστηριχθείσα, εξάλλου, [[σύνδεση]] με λατ. <i>Vesta</i> δεν [[είναι]] βέβαιη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εστιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εστιάζω]], [[εστιακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αφέστιος]], [[ενέστιος]], [[επίστιος]], [[ευέστιος]], [[εφέστιος]], [[ομέστιος]], [[ομοέστιος]], [[πανέστιος]], [[παρέστιος]], [[συνέστιος]], [[συνομέστιος]], [[φιλοσυνέστιος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑστία:''' Ιων. [[ἱστίη]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εστία]], [[παραγώνι]] σπιτιού, [[πυροστιά]], τζάκι, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· [[βωμός]] των οικιακών, οικογενειακών θεών και [[άσυλο]] για τους ικέτες (<i>ἐφέστιοι</i>), <i>ἐπὶ τὴν ἑστίαν καθίζεσθαι</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> το ίδιο το [[σπίτι]], [[κατάλυμα]], [[κατοικία]], [[οικογένεια]] (όπως λέμε το «[[σπίτι]]» με την [[έννοια]] της οικογενειακής θαλπωρής), σε Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., λέγεται για την τελευταία [[κατοικία]], τον τάφο, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> φαμίλια, [[οικογένεια]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[βωμός]], θυσιαστήριο, σε Τραγ.· γᾶς [[μεσόμφαλος]] ἑστ., λέγεται για το Δελφικό [[ιερό]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα [[Ἑστία]], Ιων. [[Ἱστίη]], Ρωμ. <b>V</b>esta, [[θυγατέρα]], [[κόρη]] του Κρόνου και της Ρέας, [[προστάτιδα]] του οίκου και της οικογενείας, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |