εὐπρεπής: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐπρεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική [[εμφάνιση]], ο [[ευπρόσωπος]], ο [[ευπαρουσίαστος]]<br /><b>2.</b> [[ευγενικός]], [[κόσμιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεγαλοπρεπής]], [[λαμπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], [[επιφανής]]<br /><b>2.</b> ο φαινομενικά μόνο [[ευπρεπής]], ο [[προσποιητός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ τοῡ εὐπρεποῡς» — με το [[πρόσχημα]], με την [[πρόφαση]]<br />β) «τὸ εὐπρεπὲς τοῡ λόγου» — η [[ευπρέπεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπρεπώς</i> (ΑΜ εὐπρεπῶς και ιων. τ. εὐπρεπέως)<br />με τρόπο ευπρεπή, κόσμια<br /><b>αρχ.</b><br />κατ' [[επίφαση]], [[κατά]] το [[φαινόμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>αρχαιο</i>-<i>πρεπής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐπρεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική [[εμφάνιση]], ο [[ευπρόσωπος]], ο [[ευπαρουσίαστος]]<br /><b>2.</b> [[ευγενικός]], [[κόσμιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεγαλοπρεπής]], [[λαμπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], [[επιφανής]]<br /><b>2.</b> ο φαινομενικά μόνο [[ευπρεπής]], ο [[προσποιητός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ τοῡ εὐπρεποῡς» — με το [[πρόσχημα]], με την [[πρόφαση]]<br />β) «τὸ εὐπρεπὲς τοῡ λόγου» — η [[ευπρέπεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπρεπώς</i> (ΑΜ εὐπρεπῶς και ιων. τ. εὐπρεπέως)<br />με τρόπο ευπρεπή, κόσμια<br /><b>αρχ.</b><br />κατ' [[επίφαση]], [[κατά]] το [[φαινόμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>αρχαιο</i>-<i>πρεπής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> όμορφος, [[καλός]], [[κομψός]], [[χαριτωμένος]], λέγεται για εξωτερική [[εμφάνιση]], σε Ηρόδ., Αττ.· εὐπρ. [[ἰδεῖν]], όμορφος στην όψη, σε Ξεν.· [[εἶδος]] [[εὐπρεπής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλαίσθητος]], [[κόσμιος]], [[ευπρεπής]], [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]], αρμόζων, [[πρέπων]], προσήκων, [[αρμόδιος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ευρ.· <i>τελευτὴ εὐπρεπεστάτη</i>, ενδοξότατο [[τέλος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[απατηλός]], κατ' [[επίφαση]] [[ορθός]], [[αληθοφανής]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς</i>, υπό το [[πρόσχημα]], με την [[πρόφαση]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. -[[πῶς]], Ιων. <i>-πέως</i>, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-πέστερον</i>, σε Ευρ.· υπερθ. <i>-πέστατα</i>, σε Θουκ.
}}
}}