εὑρίσκω: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[βρίσκω]].
|mltxt=<b>βλ.</b> [[βρίσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὑρίσκω:''' παρατ. <i>ηὕρισκον</i> ή <i>εὕρ-</i>, μέλ. [[εὑρήσω]], αόρ. βʹ [[εὗρον]] ή <i>ηὗρον</i>, Επικ. απαρ. [[εὑρέμεναι]]· παρακ. [[εὕρηκα]] — Μέσ., μέλ. <i>εὑρήσομαι</i>, αόρ. βʹ [[εὑρόμην]] ή Αττ. <i>ηὑρ-</i>· αόρ. αʹ [[εὑράμην]] — Παθ., μέλ. <i>εὑρεθήσομαι</i>· επίσης Μέσ. (με Παθ. [[σημασία]]) <i>εὑρήσομαι</i>· αόρ. αʹ [[εὑρέθην]], παρακ. <i>ηὕρημαι</i> ή <i>εὕρ-</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βρίσκω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με μτχ., [[βρίσκω]] ότι, σε Ηρόδ.· και σε Παθ., ἢν εὑρεθῇς [[δίκαιος]] ὤν, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., εὕρισκε πρῆγμά οἱ [[εἶναι]], βρήκε ότι εκείνο που έπρεπε να γίνει γι' αυτόν ήταν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανευρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· πρβλ. [[εὕρημα]] II· ομοίως, σε Μέσ., [[βρίσκω]] για λογαριασμό μου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III.</b> [[εφευρίσκω]], [[σκαρώνω]], [[σχεδιάζω]], [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], σε Αισχύλ. κ.λπ. — Μέσ., <i>τὰ δ' ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται</i>, τα έργα γίνονται [[λόγια]], δηλ. μιλούν από [[μόνα]] τους, σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> [[βρίσκω]], [[παίρνω]], [[αποκτώ]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ. — Μέσ., [[βρίσκω]], [[παίρνω]] για τον εαυτό μου, [[επιφέρω]] στον εαυτό μου, κακὸν [[εὕρετο]], σε Ομήρ. Οδ.· αὐτὸς [[εὑρόμην]] πόνους, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">V.</b> λέγεται για εμπορεύματα, [[βρίσκω]] αγοραστή, [[πιάνω]] [[καλή]] [[τιμή]], [[κερδίζω]], πολλὸν [[χρυσίον]] εὑροῦσα, έχοντας πιάσει [[καλή]] [[τιμή]], σε Ηρόδ.· <i>ἀποδίδοται τοῦ εὑρόντος</i>, πουλάει σε ό,τι [[τιμή]] θα πιάσει, σε τυχαία [[τιμή]], σε Ξεν.
}}
}}