κασία: Difference between revisions

209 bytes added ,  30 December 2018
5
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κασσία]] και κά(σ)σια, η (AM [[κασία]], Α και [[κασσία]] και ιων. τ. κασίη)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] [[φυτών]], [[πολλά]] από τα οποία [[είναι]] φαρμακευτικά ή κοσμητικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[φυτό]] κινάμωμο, που ο [[φλοιός]] και οι καρποί του [[είναι]] αρωματικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως που συνδέεται με εβρ. <i>q</i><sup>e</sup><i>s</i><i>ī</i><i>’</i><i>ā</i><i>h</i>, ασσυρ. <i>kasia</i>].
|mltxt=και [[κασσία]] και κά(σ)σια, η (AM [[κασία]], Α και [[κασσία]] και ιων. τ. κασίη)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] [[φυτών]], [[πολλά]] από τα οποία [[είναι]] φαρμακευτικά ή κοσμητικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[φυτό]] κινάμωμο, που ο [[φλοιός]] και οι καρποί του [[είναι]] αρωματικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως που συνδέεται με εβρ. <i>q</i><sup>e</sup><i>s</i><i>ī</i><i>’</i><i>ā</i><i>h</i>, ασσυρ. <i>kasia</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰσία:''' Ιων. -ίη, ἡ, αραβικό [[μπαχαρικό]] όπως το κίμινο άλλα κατώτερης ποιότητας, σε Ηρόδ. (ξεν. [[λέξη]]).
}}
}}