3,273,724
edits
(20) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κατηγόρια και κατηγοριά η (AM [[κατηγορία]])<br /><b>1.</b> η [[αιτίαση]] [[εναντίον]] κάποιου για αξιόποινη ή αξιόμεμπτη [[πράξη]], [[καταλογισμός]] ενοχής, [[μομφή]], [[ενοχοποίηση]] (α. «[[μάρτυρας]] κατηγορίας» — ο [[μάρτυρας]] τον οποίο ο [[ανακριτής]] ή ο [[μηνυτής]] προσάγει για [[απόδειξη]] της ενοχής του κατηγορουμένου» β. «κατηγορίαι κατ' αὐτῆς γεγόνασιν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[επίκριση]], [[κατάκριση]], [[ψόγος]] (α. «άκουσα πολλές κατηγόριες για [[σένα]]» β. «[[κατηγορία]] δὲ ἐχθρῶν ἀδικησάντων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <b>(φιλοσ.)</b> <i>οι κατηγορίες</i><br />οι πιο γενικές και θεμελιώδεις έννοιες που αποκρυσταλλώνουν όλες τις μορφές της θεωρητικής σκέψεως και δεν επιδέχονται [[περαιτέρω]] [[ανάλυση]] σε στοιχειωδέστερες έννοιες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] πολλών ομοιογενών όντων ή πραγμάτων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά και ανήκουν στην [[ίδια]] ταξινομική [[ομάδα]] (α. «το [[εστιατόριο]] [[είναι]] πρώτης κατηγορίας» β. «στην [[τάξη]] μας είχαμε [[τρεις]] κατηγορίες μαθητών: τους αμελείς, τους πολύ αμελείς και τους [[πάρα]] πολύ αμελείς»)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> η [[διατύπωση]] σε [[δικόγραφο]] του αδικήματος το οποίο αποδίδεται στον καλούμενο να δικαστεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μαρτυρία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πέφτω]] εἰς κατηγορίαν» — εκτίθεμαι σε [[κατηγορία]], κατηγορούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κατηγορούμενο]] ή αυτό που μπορεί να χρησιμεύει ως [[κατηγορούμενο]]<br /><b>2.</b> η προεξάρχουσα [[ιδιότητα]] η οποία αποδίδεται σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> [[βεβαίωση]], [[ομολογία]]<br /><b>4.</b> <b>(λογ.)</b> καταφατική [[διαβεβαίωση]]<br /><b>5.</b> [[ένδειξη]], [[απόδειξη]], [[μαρτυρία]]<br /><b>6.</b> [[κεφάλαιο]] συγγράμματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατηγορώ]]. Η νεοελλ. σημ. «[[ομάδα]] ομοιογενών πραγμάτων ή όντων» ανάγεται σε εκείνην με την οποία χρησιμοποιήθηκε από τον <b>Αριστοτ.</b> ως όρος της λογικής<br />με αυτήν τη σημ. δανείστηκαν τη λ. οι ευρωπαϊκές γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>category</i>, γαλλ. <i>categorie</i>, γερμ. <i>Kategorie</i>]. | |mltxt=και κατηγόρια και κατηγοριά η (AM [[κατηγορία]])<br /><b>1.</b> η [[αιτίαση]] [[εναντίον]] κάποιου για αξιόποινη ή αξιόμεμπτη [[πράξη]], [[καταλογισμός]] ενοχής, [[μομφή]], [[ενοχοποίηση]] (α. «[[μάρτυρας]] κατηγορίας» — ο [[μάρτυρας]] τον οποίο ο [[ανακριτής]] ή ο [[μηνυτής]] προσάγει για [[απόδειξη]] της ενοχής του κατηγορουμένου» β. «κατηγορίαι κατ' αὐτῆς γεγόνασιν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[επίκριση]], [[κατάκριση]], [[ψόγος]] (α. «άκουσα πολλές κατηγόριες για [[σένα]]» β. «[[κατηγορία]] δὲ ἐχθρῶν ἀδικησάντων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <b>(φιλοσ.)</b> <i>οι κατηγορίες</i><br />οι πιο γενικές και θεμελιώδεις έννοιες που αποκρυσταλλώνουν όλες τις μορφές της θεωρητικής σκέψεως και δεν επιδέχονται [[περαιτέρω]] [[ανάλυση]] σε στοιχειωδέστερες έννοιες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] πολλών ομοιογενών όντων ή πραγμάτων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά και ανήκουν στην [[ίδια]] ταξινομική [[ομάδα]] (α. «το [[εστιατόριο]] [[είναι]] πρώτης κατηγορίας» β. «στην [[τάξη]] μας είχαμε [[τρεις]] κατηγορίες μαθητών: τους αμελείς, τους πολύ αμελείς και τους [[πάρα]] πολύ αμελείς»)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> η [[διατύπωση]] σε [[δικόγραφο]] του αδικήματος το οποίο αποδίδεται στον καλούμενο να δικαστεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μαρτυρία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πέφτω]] εἰς κατηγορίαν» — εκτίθεμαι σε [[κατηγορία]], κατηγορούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κατηγορούμενο]] ή αυτό που μπορεί να χρησιμεύει ως [[κατηγορούμενο]]<br /><b>2.</b> η προεξάρχουσα [[ιδιότητα]] η οποία αποδίδεται σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> [[βεβαίωση]], [[ομολογία]]<br /><b>4.</b> <b>(λογ.)</b> καταφατική [[διαβεβαίωση]]<br /><b>5.</b> [[ένδειξη]], [[απόδειξη]], [[μαρτυρία]]<br /><b>6.</b> [[κεφάλαιο]] συγγράμματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατηγορώ]]. Η νεοελλ. σημ. «[[ομάδα]] ομοιογενών πραγμάτων ή όντων» ανάγεται σε εκείνην με την οποία χρησιμοποιήθηκε από τον <b>Αριστοτ.</b> ως όρος της λογικής<br />με αυτήν τη σημ. δανείστηκαν τη λ. οι ευρωπαϊκές γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>category</i>, γαλλ. <i>categorie</i>, γερμ. <i>Kategorie</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατηγορία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i>, [[κατηγορητήριο]], [[κατηγορία]], [[καταγγελία]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | }} |