κατεύχομαι: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατεύχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εύχομαι]] θερμά, [[κάνω]] [[ευχή]] ή [[προσευχή]], [[προσεύχομαι]] (α. «τοῑθσι Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γίνεσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἐλθεῑν δ' Ὀρέστην δεῡρο σὺν [[τύχη]] τινί κατεύχομαί σοι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]] («καί μ' ἁ Θευχαρίδα [[Θρᾷσσα]]... κατεύξατο... τὰν πομπὰν θάσασθαι», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> (με κακή σημ.) [[προσεύχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εκφέρω]] [[κατάρα]] (α. «κατεύχεσθαι τῶν Ἀχαιῶν πρὸς τὸν θεόν», <b>Πλάτ.</b> β. «[[κατεύχομαι]] δὲ τὸν δεδρακότα κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῑψαι βίον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κομπάζω]], [[καυχιέμαι]].
|mltxt=[[κατεύχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εύχομαι]] θερμά, [[κάνω]] [[ευχή]] ή [[προσευχή]], [[προσεύχομαι]] (α. «τοῑθσι Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γίνεσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἐλθεῑν δ' Ὀρέστην δεῡρο σὺν [[τύχη]] τινί κατεύχομαί σοι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]] («καί μ' ἁ Θευχαρίδα [[Θρᾷσσα]]... κατεύξατο... τὰν πομπὰν θάσασθαι», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> (με κακή σημ.) [[προσεύχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εκφέρω]] [[κατάρα]] (α. «κατεύχεσθαι τῶν Ἀχαιῶν πρὸς τὸν θεόν», <b>Πλάτ.</b> β. «[[κατεύχομαι]] δὲ τὸν δεδρακότα κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῑψαι βίον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κομπάζω]], [[καυχιέμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατεύχομαι:''' μέλ. <i>-εύξομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προσεύχομαι]] θερμά, σε Ηρόδ., Τραγ.· <i>κ. τινι</i>, [[προσεύχομαι]] σε κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., κάνω [[προσευχή]] ή ορκίζομαι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αρνητική [[σημασία]]·<br /><b class="num">1.</b> με γεν. προσ. [[προσεύχομαι]] κατά κάποιου, [[εμβάλλω]] κατάρες σε κάποιον, Λατ. imprecari, σε Πλάτ.· επίσης, <i>κατ. τί τινι</i>, σε Αισχύλ.· με αιτ. και απαρ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[καυχιέμαι]] ότι..., σε Θεόκρ.
}}
}}