3,274,216
edits
(21) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κοινός]], -ή, -όν, Α αττ. ποιητ. τ. [[κοινός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε πολλούς [[μαζί]], που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, [[δημόσιος]] (α. «[[κοινή]] [[είσοδος]]» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.)<br /><b>2.</b> αυτός που προσιδιάζει σε όλους ή χαρακτηρίζει όλους (α. «κοινές ιδιότητες τών σωμάτων» β. «κοινό [[γνώρισμα]]»)<br /><b>3.</b> ο πολύ διαδεδομένος, πολύ [[γνωστός]] («κοινό [[μυστικό]]»)<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Κοινή</i><br />η καθομιλούμενη [[γλώσσα]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[κοινή]]<br />η [[πόρνη]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κοινά</i><br />οι υποθέσεις της πολιτείας, τα [[δημόσια]], τα κοινά πράγματα<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[κοινός]] [[τόπος]]» — [[κοινοτοπία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο μη διακρινόμενος, [[μέτριος]], [[απλός]] (α. «κοινό ύφασμα» β. «[[κοινός]] [[θνητός]]»)<br /><b>2.</b> [[συνεταιρικός]], [[συντροφικός]] («[[κοινή]] [[εταιρεία]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κοινό</i><br />α) ο [[πληθυσμός]], ο [[κόσμος]], η [[κοινωνία]] [[χωρίς]] [[διάκριση]] («το ελληνικό κοινό αντέδρασε θετικά στην [[έκκληση]] τών επιστημόνων για την [[προστασία]] του περιβάλλοντος»)<br />β) [[σύνολο]] ή [[κατηγορία]] ανθρώπων που μετέχει ή παρακολουθεί μια κοινωνική ή [[άλλη]] [[δραστηριότητα]] (α. «το αγοραστικό κοινό» β. «το φίλαθλο κοινό» γ. «το [[αναγνωστικό]] κοινό»)<br />γ) [[σύνολο]] ανθρώπων που συμμετέχει ή παρευρίσκεται σε μια δεδομένη πολιτιστική ή [[άλλη]] [[εκδήλωση]] («το κοινό του θεάτρου»)<br />δ) [[σύνολο]] ανθρώπων που έχουν [[προτίμηση]] ή τρέφουν θαυμασμό [[προς]] τον δημιουργό ενός λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού ή άλλου έργου (α. «το κοινό του συγγραφέα» β. «το κοινό του καλλιτέχνη»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κοινή]] [[γνώμη]]» — το [[σύνολο]] τών προσωπικών απόψεων, πεποιθήσεων και τοποθετήσεων για κάποιο συγκεκριμένο [[θέμα]], λίγο ή πολύ [[ενδιαφέρον]], οι οποίες εκφράζονται σε μια ορισμένη [[στιγμή]] από ένα μεγάλο [[μέρος]] ή την [[ολότητα]] της κοινωνίας<br />β) «Κοινή Αγορά» — η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα<br />γ) «[[κοινός]] [[νους]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> το [[σύνολο]] τών γνωμών που έχουν γίνει γενικά αποδεκτές σε έναν ορισμένο κοινωνικό χώρο και σε μια δεδομένη [[εποχή]], με [[αποτέλεσμα]] να θεωρούνται ως αναμφισβήτητες αλήθειες για [[κάθε]] [[λογικό]] άνθρωπο<br />δ) «[[κοινός]] [[διαιρέτης]]» — ο [[αριθμός]] που διαιρεί ακριβώς δύο ή περισσότερους άλλους αριθμούς<br />ε) «κοινό [[πολλαπλάσιο]]» — ο [[αριθμός]] που [[είναι]] [[πολλαπλάσιο]] δύο ή περισσότερων αριθμών<br />στ) «από κοινού» — [[μαζί]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κοινό</i>(<i>ν</i>)<br />το [[πλήθος]], ο [[λαός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοινόν</i><br />η [[κοινή]] [[μοίρα]] τών ανθρώπων<br /><b>2.</b> [[κοινοκτημοσύνη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ κοινὸς [[λαός]]» — η λαϊκή [[τάξη]]<br />β) «[[κοινή]] [[αὐλή]]» — πολιτικό δικαστήριο<br />γ) «[[κοινή]] [[φωνή]]» — η [[γλώσσα]] του λαού<br />δ) «τά κοινά γράμματα» — τα στοιχειώδη γράμματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ κοινοί</i><br />ο [[λαός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) όμαιμος, [[ομοπάτριος]] («ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης [[κάρα]]», <b>Σοφ.</b><br /><b>2.</b> [[κοινωνός]], [[μέτοχος]]<br /><b>3.</b> [[αμερόληπτος]], [[ουδέτερος]], [[δίκαιος]]<br /><b>4.</b> [[ομιλητικός]], [[προσηνής]], [[αβρός]]<br /><b>5.</b> (για γεγονότα) αυτός που έχει τα [[ίδια]] αποτελέσματα για όλους<br /><b>6.</b> (για χρυσό) ο μη [[αμιγής]], ο αναμεμιγμένος με ευτελή μέταλλα<br /><b>7.</b> (για [[συλλαβή]]) αυτή που [[είναι]] [[άλλοτε]] μακρόχρονη και [[άλλοτε]] βραχύχρονη<br /><b>8.</b> (για ποιήματα) αυτός που έχει ακαθόριστη [[μετρική]] [[μορφή]]<br /><b>9.</b> (η δοτ. εν. του θηλ. ως επίρρ.) [[κοινῇ]]<br />α) από κοινού<br />β) δημοσίως<br /><b>10.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοινόν</i><br />α) η [[πολιτεία]], το [[δημόσιο]]<br />β) ομοσπονδιακή [[ένωση]] δύο ή περισσότερων [[πόλεων]]<br />γ) ιδιωτική [[εταιρεία]], όμιλος συνεταίρων<br />δ) επαγγελματική [[ένωση]]<br />ε) [[συμβούλιο]] αρχόντων<br />στ) [[θρησκευτικός]] [[σύλλογος]]<br />ζ) [[ένωση]] για [[συλλογή]] εράνων για οποιοδήποτε σκοπό<br />η) [[κυβέρνηση]], δημόσιες αρχές<br />θ) το [[δημόσιο]] [[ταμείο]]<br />ι) τα δίκαια τών πολιτών<br /><b>11.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά κοινά</i><br />τα χρήματα του δημοσίου<br /><b>12.</b> (ο συγκριτ.) <i>κοινότερος</i>, -<i>έρα</i>, -<i>ον</i><br />(για [[πολίτευμα]]) ο πιο [[φιλελεύθερος]], ο λαϊκότερος<br /><b>13.</b> (ο υπερθετ. ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ κοινότατον</i><br />το γενικό [[συμφέρον]] του λαού<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀπὸ τοῡ κοινοῡ» — με [[δημόσια]] [[εξουσία]]<br />β) «σὺν τῴ κοινῷ» — με [[κοινή]] [[συγκατάθεση]]<br />γ) «ἐκ κοινοῦ» — από το [[δημόσιο]] [[ταμείο]]<br />δ) «ἀπὸ κοινοῡ» — με [[δημόσια]] [[δαπάνη]]<br />ε) «[[κοινός]] [[τόπος]]»<br /><b>(ρητορ.)</b> όρος που δηλώνει την τελευταία περίοδο τών λόγων που έχουν συντεθεί για [[άσκηση]]<br />στ) «κοιναὶ ἔννοιαι»<br /><b>(λογ.)</b> α) αξιώματα<br />β) γενικές αρχές μιας επιστήμης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινά</i> και <i>κοινώς</i> (AM <i>κοινῶς</i>)<br /><b>1.</b> με κοινό τρόπο<br /><b>2.</b> γενικά, με γενικό, συνηθισμένο τρόπο<br /><b>3.</b> σε [[κοινή]] διάλεκτο, σε [[κοινή]] [[γλώσσα]] («όπως λέγεται κοινώς...»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> από κοινού, [[μαζί]]<br /><b>2.</b> [[δημόσια]], [[φανερά]]<br /><b>3.</b> απερίφραστα<br /><b>4.</b> με [[κοινή]] ή ευρεία [[σημασία]]<br /><b>5.</b> με κοινωνικό τρόπο, κοινωνικώς όπως και οι άλλοι πολίτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την παραδοσιακή [[ετυμολογία]] της λ., το [[κοινός]] προέρχεται από το <i>κον</i>-<i>ιός</i> (με [[επένθεση]] του <i>ι</i>). Το θ. <i>κον</i>- συνδέεται με το λατ. <i>cum</i>, το γαλατ. <i>com</i>-, το γοτθ. <i>ga</i>- και το αλβ. <i>ke</i>, που όλα σημαίνουν «[[μαζί]]», ανάγεται δε στο ΙΕ επίρρ. <i>kom</i> «[[μαζί]]». Το [[επίθημα]] -<i>ιo</i>- θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει εδώ τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ei</i>- «[[πηγαίνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[εἶμι]]). Η αρχική σημ. της ΙΕ λ. ήταν, [[επομένως]], «[[συνοδοιπόρος]]». Νεώτερες απόψεις συνδέουν με το [[κοινός]] τη μυκηναϊκή μτχ. παρακμ. <i>kekemena</i>, που χαρακτήριζε τις εκτάσεις οι οποίες αποτελούσαν [[ιδιοκτησία]] του δήμου, [[καθώς]] και με την ομηρική μτχ. <i>κείων</i> «διασχίζων, διαχωρίζων». Στην [[περίπτωση]] αυτή το [[κοινός]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>koi</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kei</i>- «[[μοιράζω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[κεάζω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοινότης]](-<i>τα</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοινάν]], [[κοινείον]], [[κοινεών]], [[κοινισμός]], [[κοινίτης]], [[κοινώ]], [[κοινών]] <b>νεοελλ.</b> [[κοινάτο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κοινοβιακός]], [[κοινοβιάρχης]], [[κοινόβιο]](<i>ν</i>), [[κοινόβιος]], [[κοινοβιότης]] (-<i>τα</i>), [[κοινοβουλευτικός]], [[κοινοβούλιο]], [[κοινογαμία]], [[κοινόλεκτος]], [[κοινολεκτώ]], [[κοινολεξία]], [[κοινολογώ]], [[κοινοποιώ]], [[κοινοπραγία]], [[κοινοπραγώ]], [[κοινοτάφιο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοινοβίωσις]], [[κοινοβιώτης]], [[κοινοβούλης]], [[κοινόβουλος]], [[κοινοβουλώ]], [[κοινοβωμία]], [[κοινογάμια]] (<i>τα</i>), [[κοινογενής]], [[κοινογονία]], [[κοινοδέσποτος]], [[κοινοδημεί]], [[κοινοδήμιον]], [[κοινόδημος]], [[κοινοδικαστήριον]], [[κοινοδίκαιον]], [[κοινοδίκιον]], [[κοινόδικος]], [[κοινοδρομώ]], [[κοινοθανής]], [[κοινοθυλακώ]], <i>κοινοκρατηρόσκυφος</i>, [[κοινόλεκτρος]], [[κοινομετρώ]], [[κοινονοημοσύνη]], [[κοινοπάτωρ]], [[κοινόπλους]], [[κοινοποιός]], [[κοινοπορφυρούς]], [[κοινόπους]], [[κοινοταφής]], [[κοινοτελής]], [[κοινότοκος]], [[κοινοτροφικός]], [[κοινοφαγία]], [[κοινοφιλής]], [[κοινόφρων]], [[κοινοφυής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κοινοεργής]], [[κοινολεχής]], [[κοινοπαθής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοινοβιαρχώ]], [[κοινοβλαβής]], [[κοινογραφώ]], [[κοινοεργώ]], [[κοινολαΐτης]], [[κοινομήτωρ]], [[κοινόμικτος]], [[κοινοπάθεια]], [[κοινοπληθής]], [[κοινοπρεπής]], [[κοινοχρηστία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κοινοβιαρχία]], [[κοινοβιάτης]], [[κοινοποίησις]], [[κοινοπολιτεία]], [[κοινοπολιτικός]], [[κοινοπραξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοινάδελφος]], [[κοιναισθησία]], [[κοιναισθητικός]], [[κοινέγχυμα]], <i>κοινοβουλευτισμός</i>, [[κοινογαμέτης]], [[κοινοκτημοσύνη]], [[κοινοκτήμων]], [[κοινοκύτταρο]], [[κοινολεκτικός]], [[κοινολόγημα]], <i>κοινολόγησις</i>, <i>κοινομυΐα</i>, [[κοινοπολιτειακός]], [[κοινοσάρκιο]], <i>κοινόστεο</i>, [[κοινοτάρχης]], [[κοινοτοπία]], [[κοινοτοπικός]], [[κοινόχρηστος]]. (Β' συνθετικό) [[επίκοινος]], [[πάγκοινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άκοινος]], [[δημόκοινος]], [[μετάκοινος]], [[σύγκοινος]], [[φιλόκοινος]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κοινός]], -ή, -όν, Α αττ. ποιητ. τ. [[κοινός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε πολλούς [[μαζί]], που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, [[δημόσιος]] (α. «[[κοινή]] [[είσοδος]]» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.)<br /><b>2.</b> αυτός που προσιδιάζει σε όλους ή χαρακτηρίζει όλους (α. «κοινές ιδιότητες τών σωμάτων» β. «κοινό [[γνώρισμα]]»)<br /><b>3.</b> ο πολύ διαδεδομένος, πολύ [[γνωστός]] («κοινό [[μυστικό]]»)<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Κοινή</i><br />η καθομιλούμενη [[γλώσσα]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[κοινή]]<br />η [[πόρνη]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κοινά</i><br />οι υποθέσεις της πολιτείας, τα [[δημόσια]], τα κοινά πράγματα<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[κοινός]] [[τόπος]]» — [[κοινοτοπία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο μη διακρινόμενος, [[μέτριος]], [[απλός]] (α. «κοινό ύφασμα» β. «[[κοινός]] [[θνητός]]»)<br /><b>2.</b> [[συνεταιρικός]], [[συντροφικός]] («[[κοινή]] [[εταιρεία]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κοινό</i><br />α) ο [[πληθυσμός]], ο [[κόσμος]], η [[κοινωνία]] [[χωρίς]] [[διάκριση]] («το ελληνικό κοινό αντέδρασε θετικά στην [[έκκληση]] τών επιστημόνων για την [[προστασία]] του περιβάλλοντος»)<br />β) [[σύνολο]] ή [[κατηγορία]] ανθρώπων που μετέχει ή παρακολουθεί μια κοινωνική ή [[άλλη]] [[δραστηριότητα]] (α. «το αγοραστικό κοινό» β. «το φίλαθλο κοινό» γ. «το [[αναγνωστικό]] κοινό»)<br />γ) [[σύνολο]] ανθρώπων που συμμετέχει ή παρευρίσκεται σε μια δεδομένη πολιτιστική ή [[άλλη]] [[εκδήλωση]] («το κοινό του θεάτρου»)<br />δ) [[σύνολο]] ανθρώπων που έχουν [[προτίμηση]] ή τρέφουν θαυμασμό [[προς]] τον δημιουργό ενός λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού ή άλλου έργου (α. «το κοινό του συγγραφέα» β. «το κοινό του καλλιτέχνη»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κοινή]] [[γνώμη]]» — το [[σύνολο]] τών προσωπικών απόψεων, πεποιθήσεων και τοποθετήσεων για κάποιο συγκεκριμένο [[θέμα]], λίγο ή πολύ [[ενδιαφέρον]], οι οποίες εκφράζονται σε μια ορισμένη [[στιγμή]] από ένα μεγάλο [[μέρος]] ή την [[ολότητα]] της κοινωνίας<br />β) «Κοινή Αγορά» — η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα<br />γ) «[[κοινός]] [[νους]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> το [[σύνολο]] τών γνωμών που έχουν γίνει γενικά αποδεκτές σε έναν ορισμένο κοινωνικό χώρο και σε μια δεδομένη [[εποχή]], με [[αποτέλεσμα]] να θεωρούνται ως αναμφισβήτητες αλήθειες για [[κάθε]] [[λογικό]] άνθρωπο<br />δ) «[[κοινός]] [[διαιρέτης]]» — ο [[αριθμός]] που διαιρεί ακριβώς δύο ή περισσότερους άλλους αριθμούς<br />ε) «κοινό [[πολλαπλάσιο]]» — ο [[αριθμός]] που [[είναι]] [[πολλαπλάσιο]] δύο ή περισσότερων αριθμών<br />στ) «από κοινού» — [[μαζί]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κοινό</i>(<i>ν</i>)<br />το [[πλήθος]], ο [[λαός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοινόν</i><br />η [[κοινή]] [[μοίρα]] τών ανθρώπων<br /><b>2.</b> [[κοινοκτημοσύνη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ κοινὸς [[λαός]]» — η λαϊκή [[τάξη]]<br />β) «[[κοινή]] [[αὐλή]]» — πολιτικό δικαστήριο<br />γ) «[[κοινή]] [[φωνή]]» — η [[γλώσσα]] του λαού<br />δ) «τά κοινά γράμματα» — τα στοιχειώδη γράμματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ κοινοί</i><br />ο [[λαός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) όμαιμος, [[ομοπάτριος]] («ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης [[κάρα]]», <b>Σοφ.</b><br /><b>2.</b> [[κοινωνός]], [[μέτοχος]]<br /><b>3.</b> [[αμερόληπτος]], [[ουδέτερος]], [[δίκαιος]]<br /><b>4.</b> [[ομιλητικός]], [[προσηνής]], [[αβρός]]<br /><b>5.</b> (για γεγονότα) αυτός που έχει τα [[ίδια]] αποτελέσματα για όλους<br /><b>6.</b> (για χρυσό) ο μη [[αμιγής]], ο αναμεμιγμένος με ευτελή μέταλλα<br /><b>7.</b> (για [[συλλαβή]]) αυτή που [[είναι]] [[άλλοτε]] μακρόχρονη και [[άλλοτε]] βραχύχρονη<br /><b>8.</b> (για ποιήματα) αυτός που έχει ακαθόριστη [[μετρική]] [[μορφή]]<br /><b>9.</b> (η δοτ. εν. του θηλ. ως επίρρ.) [[κοινῇ]]<br />α) από κοινού<br />β) δημοσίως<br /><b>10.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοινόν</i><br />α) η [[πολιτεία]], το [[δημόσιο]]<br />β) ομοσπονδιακή [[ένωση]] δύο ή περισσότερων [[πόλεων]]<br />γ) ιδιωτική [[εταιρεία]], όμιλος συνεταίρων<br />δ) επαγγελματική [[ένωση]]<br />ε) [[συμβούλιο]] αρχόντων<br />στ) [[θρησκευτικός]] [[σύλλογος]]<br />ζ) [[ένωση]] για [[συλλογή]] εράνων για οποιοδήποτε σκοπό<br />η) [[κυβέρνηση]], δημόσιες αρχές<br />θ) το [[δημόσιο]] [[ταμείο]]<br />ι) τα δίκαια τών πολιτών<br /><b>11.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά κοινά</i><br />τα χρήματα του δημοσίου<br /><b>12.</b> (ο συγκριτ.) <i>κοινότερος</i>, -<i>έρα</i>, -<i>ον</i><br />(για [[πολίτευμα]]) ο πιο [[φιλελεύθερος]], ο λαϊκότερος<br /><b>13.</b> (ο υπερθετ. ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ κοινότατον</i><br />το γενικό [[συμφέρον]] του λαού<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀπὸ τοῡ κοινοῡ» — με [[δημόσια]] [[εξουσία]]<br />β) «σὺν τῴ κοινῷ» — με [[κοινή]] [[συγκατάθεση]]<br />γ) «ἐκ κοινοῦ» — από το [[δημόσιο]] [[ταμείο]]<br />δ) «ἀπὸ κοινοῡ» — με [[δημόσια]] [[δαπάνη]]<br />ε) «[[κοινός]] [[τόπος]]»<br /><b>(ρητορ.)</b> όρος που δηλώνει την τελευταία περίοδο τών λόγων που έχουν συντεθεί για [[άσκηση]]<br />στ) «κοιναὶ ἔννοιαι»<br /><b>(λογ.)</b> α) αξιώματα<br />β) γενικές αρχές μιας επιστήμης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινά</i> και <i>κοινώς</i> (AM <i>κοινῶς</i>)<br /><b>1.</b> με κοινό τρόπο<br /><b>2.</b> γενικά, με γενικό, συνηθισμένο τρόπο<br /><b>3.</b> σε [[κοινή]] διάλεκτο, σε [[κοινή]] [[γλώσσα]] («όπως λέγεται κοινώς...»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> από κοινού, [[μαζί]]<br /><b>2.</b> [[δημόσια]], [[φανερά]]<br /><b>3.</b> απερίφραστα<br /><b>4.</b> με [[κοινή]] ή ευρεία [[σημασία]]<br /><b>5.</b> με κοινωνικό τρόπο, κοινωνικώς όπως και οι άλλοι πολίτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την παραδοσιακή [[ετυμολογία]] της λ., το [[κοινός]] προέρχεται από το <i>κον</i>-<i>ιός</i> (με [[επένθεση]] του <i>ι</i>). Το θ. <i>κον</i>- συνδέεται με το λατ. <i>cum</i>, το γαλατ. <i>com</i>-, το γοτθ. <i>ga</i>- και το αλβ. <i>ke</i>, που όλα σημαίνουν «[[μαζί]]», ανάγεται δε στο ΙΕ επίρρ. <i>kom</i> «[[μαζί]]». Το [[επίθημα]] -<i>ιo</i>- θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει εδώ τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ei</i>- «[[πηγαίνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[εἶμι]]). Η αρχική σημ. της ΙΕ λ. ήταν, [[επομένως]], «[[συνοδοιπόρος]]». Νεώτερες απόψεις συνδέουν με το [[κοινός]] τη μυκηναϊκή μτχ. παρακμ. <i>kekemena</i>, που χαρακτήριζε τις εκτάσεις οι οποίες αποτελούσαν [[ιδιοκτησία]] του δήμου, [[καθώς]] και με την ομηρική μτχ. <i>κείων</i> «διασχίζων, διαχωρίζων». Στην [[περίπτωση]] αυτή το [[κοινός]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>koi</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kei</i>- «[[μοιράζω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[κεάζω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοινότης]](-<i>τα</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοινάν]], [[κοινείον]], [[κοινεών]], [[κοινισμός]], [[κοινίτης]], [[κοινώ]], [[κοινών]] <b>νεοελλ.</b> [[κοινάτο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κοινοβιακός]], [[κοινοβιάρχης]], [[κοινόβιο]](<i>ν</i>), [[κοινόβιος]], [[κοινοβιότης]] (-<i>τα</i>), [[κοινοβουλευτικός]], [[κοινοβούλιο]], [[κοινογαμία]], [[κοινόλεκτος]], [[κοινολεκτώ]], [[κοινολεξία]], [[κοινολογώ]], [[κοινοποιώ]], [[κοινοπραγία]], [[κοινοπραγώ]], [[κοινοτάφιο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοινοβίωσις]], [[κοινοβιώτης]], [[κοινοβούλης]], [[κοινόβουλος]], [[κοινοβουλώ]], [[κοινοβωμία]], [[κοινογάμια]] (<i>τα</i>), [[κοινογενής]], [[κοινογονία]], [[κοινοδέσποτος]], [[κοινοδημεί]], [[κοινοδήμιον]], [[κοινόδημος]], [[κοινοδικαστήριον]], [[κοινοδίκαιον]], [[κοινοδίκιον]], [[κοινόδικος]], [[κοινοδρομώ]], [[κοινοθανής]], [[κοινοθυλακώ]], <i>κοινοκρατηρόσκυφος</i>, [[κοινόλεκτρος]], [[κοινομετρώ]], [[κοινονοημοσύνη]], [[κοινοπάτωρ]], [[κοινόπλους]], [[κοινοποιός]], [[κοινοπορφυρούς]], [[κοινόπους]], [[κοινοταφής]], [[κοινοτελής]], [[κοινότοκος]], [[κοινοτροφικός]], [[κοινοφαγία]], [[κοινοφιλής]], [[κοινόφρων]], [[κοινοφυής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κοινοεργής]], [[κοινολεχής]], [[κοινοπαθής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοινοβιαρχώ]], [[κοινοβλαβής]], [[κοινογραφώ]], [[κοινοεργώ]], [[κοινολαΐτης]], [[κοινομήτωρ]], [[κοινόμικτος]], [[κοινοπάθεια]], [[κοινοπληθής]], [[κοινοπρεπής]], [[κοινοχρηστία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κοινοβιαρχία]], [[κοινοβιάτης]], [[κοινοποίησις]], [[κοινοπολιτεία]], [[κοινοπολιτικός]], [[κοινοπραξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοινάδελφος]], [[κοιναισθησία]], [[κοιναισθητικός]], [[κοινέγχυμα]], <i>κοινοβουλευτισμός</i>, [[κοινογαμέτης]], [[κοινοκτημοσύνη]], [[κοινοκτήμων]], [[κοινοκύτταρο]], [[κοινολεκτικός]], [[κοινολόγημα]], <i>κοινολόγησις</i>, <i>κοινομυΐα</i>, [[κοινοπολιτειακός]], [[κοινοσάρκιο]], <i>κοινόστεο</i>, [[κοινοτάρχης]], [[κοινοτοπία]], [[κοινοτοπικός]], [[κοινόχρηστος]]. (Β' συνθετικό) [[επίκοινος]], [[πάγκοινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άκοινος]], [[δημόκοινος]], [[μετάκοινος]], [[σύγκοινος]], [[φιλόκοινος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κοινός:''' -ή, -όν [[σπανίως]] -ός, -όν (από το [[ξύν]] = [[σύν]], πρβλ. [[ξυνός]])·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> κοινά μοιρασμένος, αυτός που ανήκει σε πολλούς, αντίθ. προς το [[ἴδιος]], σε Ησίοδ., Αττ.· παροιμ., κοινὸν [[τύχη]], σε Αισχύλ.· κοινὰ τὰ [[τῶν]] [[φίλων]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., <i>κ. τινι</i>, [[κοινός]] σε ή με [[κάτι]] [[άλλο]], σε Αισχύλ.· επίσης με γεν., πάντων κ. [[φάος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κοινός]] σε όλους τους ανθρώπους, [[δημόσιος]], [[κοινόχρηστος]], [[γενικός]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> <i>τὸ κοινόν</i>, [[πολιτεία]], Λατ. [[respublica]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[διακυβέρνηση]], δημόσιες αρχές, σε Θουκ., Ξεν.· <i>ἀπὸ τοῦ κοινοῦ</i>, μέσω δημόσιας εξουσίας, σε Ηρόδ.· [[ἄνευ]] τοῦ [[τῶν]] πάντων κοινοῦ, [[χωρίς]] τη [[συναίνεση]] της συμμαχίας, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[δημόσιο]] [[ταμείο]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> <i>τὰ κοινά</i>, δημόσια ζητήματα, σε Ρήτ.· <i>πρὸς τὰ κοινὰ προσελθεῖν</i>, <i>προσιέναι</i>, [[μπαίνω]] στο [[δημόσιο]] βίο, σε Δημ. κ.λπ.· επίσης τα δημόσια χρήματα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">IV.</b> [[κοινός]], [[συνηθισμένος]], [[κανονικός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> 1. λέγεται για πρόσωπα κοινής καταγωγής ή συγγενεύοντα [[μεταξύ]] τους, [[ιδίως]] για όσους έχουν αδελφική [[σχέση]], σε Πίνδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[κοινωνός]], [[συμμέτοχος]], σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που ακούει τους πάντες, [[αντικειμενικός]], [[αμερόληπτος]], σε Θουκ., Πλάτ.· [[καταδεκτικός]], [[προσηνής]], [[φιλοπροσήγορος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για περιστατικά, <i>κοινότεραι τύχαι</i>, περισσότερο ίσες (δηλ. δικαιότερες) ευκαιρίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">VI.</b> λέγεται για κρέατα, [[κοινός]], [[ανόσιος]], [[ακάθαρτος]], [[βέβηλος]], σε Καινή Διαθήκη <b>Β. I. 1.</b> επίρρ. [[κοινῶς]], από κοινού, μαζί, αντίθ. προς το [[ἰδίᾳ]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> δημόσια, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> κοινωνικά, όπως οι άλλοι πολίτες, σε Αριστ., Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> με συνηθισμένη [[γλώσσα]] ή τρόπο, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ομοίως δοτ. θηλ. [[κοινῇ]], από κοινού, με [[κοινή]] [[συναίνεση]], [[συμφώνως]], σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> δημοσίως, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> ομοίως με πρόθ., <i>ἐς κοινόν</i>, από κοινού, σε Αισχύλ.· <i>εἰς τὸ κ</i>., για [[κοινή]] [[χρήση]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |