κωλυτέον: Difference between revisions

5
(6_20)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωλῡτέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κωλύειν, Ξεν. Ἱέρων 8, 9. 2) κωλυτέος, α, ον, ὃν δεῖ κωλύειν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825.
|lstext='''κωλῡτέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κωλύειν, Ξεν. Ἱέρων 8, 9. 2) κωλυτέος, α, ον, ὃν δεῖ κωλύειν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κωλῡτέον:''' ρημ. επίθ. του [[κωλύω]], αυτό που πρέπει να κρύψει, σε Ξεν.
}}
}}