3,274,399
edits
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κρεμαστός]], -ή, -όν) [[κρεμάννυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που κρέμεται, κρεμασμένος, αναρτημένος (α. «κρεμαστό [[ρολόι]]» β. «χαλᾷ κρεμαστήν ἀρτάνην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αιωρείται, [[μετέωρος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κρεμαστοί κήποι» — <b>βλ.</b> [[κήπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κρεμαστή]] [[γέφυρα]]» — η [[γέφυρα]] της οποίας το [[κατάστρωμα]] συγκρατείται με αλυσίδες ή καλώδια μέσω κατακόρυφων αναρτήρων οι οποίοι φέρονται σε δύο [[συνήθως]] κατακόρυφους πύργους από [[σκυρόδεμα]] ή [[μέταλλο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(βυζ. μουσ.) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[κρεμαστή]]<br />ένα από τα 14 [[σημεία]] του «εκφωνητικού συστήματος» ή «είδους» της αρχαίας βυζαντινής μουσικής, το οποίο απαντά στα Ευαγγελιστάρια και σε άλλα παρόμοια [[κείμενα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ <i>κρεμαστόν</i><br /><i>ο</i> [[εξώστης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />απαγχονισμένος («τὴν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κρεμαστά</i><br />οχυρώματα, φρούρια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κρεμαστὰ σκεύη» — τα [[σχοινιά]] και τα [[ιστία]] του πλοίου. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κρεμαστός]], -ή, -όν) [[κρεμάννυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που κρέμεται, κρεμασμένος, αναρτημένος (α. «κρεμαστό [[ρολόι]]» β. «χαλᾷ κρεμαστήν ἀρτάνην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αιωρείται, [[μετέωρος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κρεμαστοί κήποι» — <b>βλ.</b> [[κήπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κρεμαστή]] [[γέφυρα]]» — η [[γέφυρα]] της οποίας το [[κατάστρωμα]] συγκρατείται με αλυσίδες ή καλώδια μέσω κατακόρυφων αναρτήρων οι οποίοι φέρονται σε δύο [[συνήθως]] κατακόρυφους πύργους από [[σκυρόδεμα]] ή [[μέταλλο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(βυζ. μουσ.) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[κρεμαστή]]<br />ένα από τα 14 [[σημεία]] του «εκφωνητικού συστήματος» ή «είδους» της αρχαίας βυζαντινής μουσικής, το οποίο απαντά στα Ευαγγελιστάρια και σε άλλα παρόμοια [[κείμενα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ <i>κρεμαστόν</i><br /><i>ο</i> [[εξώστης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />απαγχονισμένος («τὴν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κρεμαστά</i><br />οχυρώματα, φρούρια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κρεμαστὰ σκεύη» — τα [[σχοινιά]] και τα [[ιστία]] του πλοίου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρεμαστός:''' -ή, -όν, κρεμασμένος, [[μετέωρος]], απαγχονισμένος, <i>κρ. αὐχένος</i>, κρεμασμένος από το λαιμό, σε Σοφ.· με γεν., επίσης κρεμασμένος από ή σε [[κάτι]], σε Ευρ.· κρεμαστὴ [[ἀρτάνη]], δηλ. [[θηλιά]], [[βρόχος]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>βρόχοι κ</i>., σε Ευρ. | |||
}} | }} |