3,274,306
edits
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαγικός]], -ή, -όν) [[μάγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῡ βασιλέως κελεύσαντος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μαγεία]] (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική [[τέχνη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μαγική</i><br />η [[τέχνη]] της μαγείας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[μεγάλη]] [[απόλαυση]], [[θελκτικός]], [[μαγευτικός]], [[συναρπαστικός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>το μαγικό</i>, <i>τα μαγικά</i><br />τα [[μάγια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μαγικός]] [[καθρέφτης]]» ή «μαγικό [[κάτοπτρο]]» — ο [[μαγεμένος]] [[καθρέφτης]] τών μύθων [[μέσα]] στον οποίο μπορούσε [[κάποιος]] να διακρίνει ό,τι ήθελε να γνωρίζει<br />β) «μαγική [[ράβδος]]» — η [[ράβδος]] τών μάγων ή τών ταχυδακτυλουργών με την οποία κάνουν τα θαύματά τους<br />γ) «μαγική [[εικόνα]]» — [[εικόνα]] στην οποία υπάρχει [[παράσταση]] κρυμμένη με επιτήδειο τρόπο<br />δ) «[[μαγικός]] [[φανός]]» — [[συσκευή]] με την οποία προβάλλονται φωτεινές εικόνες<br />ε) «μαγικοί πάπυροι» — πάπυροι που περιέχουν μαγείες, επωδές, ξόρκια<br />στ) «μαγικοί αριθμοί» — οι αριθμοί τών πρωτονίων ή τών νετρονίων οι οποίοι προσδίδουν στους ατομικούς πυρήνες που τά περιέχουν σημαντική [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιτήδειος]] στη [[μαγεία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Μαγικός</i> (ενν. [[λόγος]])<br />[[τίτλος]] συγγράμματος του Αρισταινέτου ή του Αριστοκλέους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαγικώς</i> και -<i>ά</i> (Μ μαγικῶς)<br />με μαγικό τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />γοητευτικά, θελκτικά, σαγηνευτικά. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[μαγικός]], -ή, -όν) [[μάγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῡ βασιλέως κελεύσαντος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μαγεία]] (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική [[τέχνη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μαγική</i><br />η [[τέχνη]] της μαγείας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[μεγάλη]] [[απόλαυση]], [[θελκτικός]], [[μαγευτικός]], [[συναρπαστικός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>το μαγικό</i>, <i>τα μαγικά</i><br />τα [[μάγια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μαγικός]] [[καθρέφτης]]» ή «μαγικό [[κάτοπτρο]]» — ο [[μαγεμένος]] [[καθρέφτης]] τών μύθων [[μέσα]] στον οποίο μπορούσε [[κάποιος]] να διακρίνει ό,τι ήθελε να γνωρίζει<br />β) «μαγική [[ράβδος]]» — η [[ράβδος]] τών μάγων ή τών ταχυδακτυλουργών με την οποία κάνουν τα θαύματά τους<br />γ) «μαγική [[εικόνα]]» — [[εικόνα]] στην οποία υπάρχει [[παράσταση]] κρυμμένη με επιτήδειο τρόπο<br />δ) «[[μαγικός]] [[φανός]]» — [[συσκευή]] με την οποία προβάλλονται φωτεινές εικόνες<br />ε) «μαγικοί πάπυροι» — πάπυροι που περιέχουν μαγείες, επωδές, ξόρκια<br />στ) «μαγικοί αριθμοί» — οι αριθμοί τών πρωτονίων ή τών νετρονίων οι οποίοι προσδίδουν στους ατομικούς πυρήνες που τά περιέχουν σημαντική [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιτήδειος]] στη [[μαγεία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Μαγικός</i> (ενν. [[λόγος]])<br />[[τίτλος]] συγγράμματος του Αρισταινέτου ή του Αριστοκλέους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαγικώς</i> και -<i>ά</i> (Μ μαγικῶς)<br />με μαγικό τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />γοητευτικά, θελκτικά, σαγηνευτικά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μᾰγῐκός:''' -ή, -όν, προορισμένος για μάγους ή [[μαγεία]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |