μαρυκάομαι: Difference between revisions

5
(6_23)
(5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾱρυκάομαι''': μᾱρύκημα, τό, Δωρ. ἀντὶ μηρυκ-.
|lstext='''μᾱρυκάομαι''': μᾱρύκημα, τό, Δωρ. ἀντὶ μηρυκ-.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾱρυκάομαι:''' μᾱρύκημα, τό, Δωρ. αντί <i>μηρυκ-</i>.
}}
}}