3,274,399
edits
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λωβητής]], ὁ (Α) [[λωβώμαι]]<br />[[λωβητήρ]] («λωβηταί τέχνης» — αυτοί που ατιμάζουν το επάγγελμά τους», <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=[[λωβητής]], ὁ (Α) [[λωβώμαι]]<br />[[λωβητήρ]] («λωβηταί τέχνης» — αυτοί που ατιμάζουν το επάγγελμά τους», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λωβητής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ.· <i>λωβητὴς τέχνης</i>, [[κάποιος]] που ατιμάζει, ντροπιάζει το επάγγελμά του, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |