μεταξύ: Difference between revisions

1,431 bytes added ,  31 December 2018
5
(25)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μεταξύ]], Α και [[μετοξύ]]) <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με άρθρ. ή [[χωρίς]] άρθρ.) [[μεταξύ]] ή <i>το [[μεταξύ]]<br />α) (τοπικά) στο [[μέσο]], στη [[μέση]], [[ανάμεσα]] («[[οὐδέ]] καρπὸν ἐδηλήσαντ', [[ἐπεὶ]] ἦ... μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[ανάμεσα]] σε δύο χρονικά [[σημεία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εν τω [[μεταξύ]]», «εντωμεταξύ» — στο [[διάστημα]] που θα μεσολαβήσει ή που μεσολάβησε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με άρθρ. ως ουσ.) <i>το [[μεταξύ]]<br /><i>το</i> [[χρονικό]] [[διάστημα]] που μεσολαβεί<br /><b>2.</b> (με γεν.) για να δηλώσει [[σύγκριση]] ή [[επιλογή]] («[[μεταξύ]] τών δύο, ποιον προτιμάς;»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεταξύ]] δύο [[πυρών]]»<br />i) λέγεται στις περιπτώσεις που ένα στρατιωτικό [[τμήμα]] ή [[άλλος]] [[πολεμικός]] [[σχηματισμός]] βάλλεται από δύο πλευρές ταυτόχρονα<br />ii) <b>μτφ.</b> [[ανάμεσα]] σε δύο επικίνδυνες καταστάσεις<br />β) «[[μεταξύ]] δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον» — από δύο [[κακά]] το λιγότερο χειρότερο [[είναι]] προτιμότερο<br />γ) «βρίσκομαι [[μεταξύ]] σφύρας και άκμονος» ή «βρίσκομαι [[μεταξύ]] Σκύλλας και Χάρυβδης» — βρίσκομαι σε δυσχερές [[δίλημμα]], σε αδιέξοδο<br />δ) «[[μεταξύ]] ζωής και θανάτου» ή «[[μεταξύ]] φθοράς και αφθαρσίας» — στο [[μεταίχμιο]] ζωής και θανάτου<br />ε) «[[μεταξύ]] μας, σας, τους»<br />i) μόνοι, [[χωρίς]] την [[παρουσία]] άλλων<br />ii) με [[εχεμύθεια]] ή σε [[ατμόσφαιρα]] οικειότητας ή αμοιβαίας εμπιστοσύνης («ό,τι λέχθηκε να μείνει [[μεταξύ]] μας»)<br />στ) «[[μεταξύ]] (τών) άλλων» — [[εκτός]] από τα άλλα<br />ζ) «τα [[μεταξύ]] μας» — οι υποθέσεις που αφορούν εμάς τους δύο, οι δοσοληψίες μας<br />η) «τρώγονται [[μεταξύ]] τους» — φιλονικούν<br />θ) «[[μεταξύ]] τυρού και αχλαδιού» — παρενθετικά, [[παρεμπιπτόντως]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) ενώπιον, [[μπροστά]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[κατά]] τη [[διάρκεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετά]] από αυτά, [[κατόπιν]]<br /><b>2.</b> (με άρθρ. εν. ως ουσ.) <b>γραμμ.</b> το ουδέτερο [[γένος]]<br /><b>3.</b> (με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ [[μεταξύ]]<br />i) τα γεγονότα που μεσολαβούν<br />ii) (για ιδιότητες) αυτά που δεν [[είναι]] [[ούτε]] [[κακά]] [[ούτε]] καλά<br />iii) (επιρρηματικώς) στο ενδιάμεσο [[διάστημα]], εντωμεταξύ<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) (για βαθμό) «[[ὄσον]] τὸ [[μεταξύ]]» — πόσο [[μεγάλη]] η [[διαφορά]]<br />β) «αἱ [[μεταξύ]] τῶν λόγων διηγήσεις» — εξηγήσεις που παρεμβάλλονται στους λόγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. που συνδέεται [[προφανώς]] με την πρόθ. [[μετά]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[μετά]] <span style="color: red;">+</span> <i>ξύ</i>(<i>ν</i>)].
|mltxt=(ΑΜ [[μεταξύ]], Α και [[μετοξύ]]) <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με άρθρ. ή [[χωρίς]] άρθρ.) [[μεταξύ]] ή <i>το [[μεταξύ]]<br />α) (τοπικά) στο [[μέσο]], στη [[μέση]], [[ανάμεσα]] («[[οὐδέ]] καρπὸν ἐδηλήσαντ', [[ἐπεὶ]] ἦ... μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[ανάμεσα]] σε δύο χρονικά [[σημεία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εν τω [[μεταξύ]]», «εντωμεταξύ» — στο [[διάστημα]] που θα μεσολαβήσει ή που μεσολάβησε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με άρθρ. ως ουσ.) <i>το [[μεταξύ]]<br /><i>το</i> [[χρονικό]] [[διάστημα]] που μεσολαβεί<br /><b>2.</b> (με γεν.) για να δηλώσει [[σύγκριση]] ή [[επιλογή]] («[[μεταξύ]] τών δύο, ποιον προτιμάς;»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεταξύ]] δύο [[πυρών]]»<br />i) λέγεται στις περιπτώσεις που ένα στρατιωτικό [[τμήμα]] ή [[άλλος]] [[πολεμικός]] [[σχηματισμός]] βάλλεται από δύο πλευρές ταυτόχρονα<br />ii) <b>μτφ.</b> [[ανάμεσα]] σε δύο επικίνδυνες καταστάσεις<br />β) «[[μεταξύ]] δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον» — από δύο [[κακά]] το λιγότερο χειρότερο [[είναι]] προτιμότερο<br />γ) «βρίσκομαι [[μεταξύ]] σφύρας και άκμονος» ή «βρίσκομαι [[μεταξύ]] Σκύλλας και Χάρυβδης» — βρίσκομαι σε δυσχερές [[δίλημμα]], σε αδιέξοδο<br />δ) «[[μεταξύ]] ζωής και θανάτου» ή «[[μεταξύ]] φθοράς και αφθαρσίας» — στο [[μεταίχμιο]] ζωής και θανάτου<br />ε) «[[μεταξύ]] μας, σας, τους»<br />i) μόνοι, [[χωρίς]] την [[παρουσία]] άλλων<br />ii) με [[εχεμύθεια]] ή σε [[ατμόσφαιρα]] οικειότητας ή αμοιβαίας εμπιστοσύνης («ό,τι λέχθηκε να μείνει [[μεταξύ]] μας»)<br />στ) «[[μεταξύ]] (τών) άλλων» — [[εκτός]] από τα άλλα<br />ζ) «τα [[μεταξύ]] μας» — οι υποθέσεις που αφορούν εμάς τους δύο, οι δοσοληψίες μας<br />η) «τρώγονται [[μεταξύ]] τους» — φιλονικούν<br />θ) «[[μεταξύ]] τυρού και αχλαδιού» — παρενθετικά, [[παρεμπιπτόντως]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) ενώπιον, [[μπροστά]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[κατά]] τη [[διάρκεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετά]] από αυτά, [[κατόπιν]]<br /><b>2.</b> (με άρθρ. εν. ως ουσ.) <b>γραμμ.</b> το ουδέτερο [[γένος]]<br /><b>3.</b> (με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ [[μεταξύ]]<br />i) τα γεγονότα που μεσολαβούν<br />ii) (για ιδιότητες) αυτά που δεν [[είναι]] [[ούτε]] [[κακά]] [[ούτε]] καλά<br />iii) (επιρρηματικώς) στο ενδιάμεσο [[διάστημα]], εντωμεταξύ<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) (για βαθμό) «[[ὄσον]] τὸ [[μεταξύ]]» — πόσο [[μεγάλη]] η [[διαφορά]]<br />β) «αἱ [[μεταξύ]] τῶν λόγων διηγήσεις» — εξηγήσεις που παρεμβάλλονται στους λόγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. που συνδέεται [[προφανώς]] με την πρόθ. [[μετά]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[μετά]] <span style="color: red;">+</span> <i>ξύ</i>(<i>ν</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταξύ:''' ([[μετά]], [[ξύν]]), επίρρ.:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[ανάμεσα]], [[μεταξύ]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με [[άρθρο]], τὸ [[μεταξύ]], σε Ηρόδ.· ἐν τῷ [[μεταξύ]], σε Θουκ. <b>2. α)</b> λέγεται για χρόνο, στο [[μεταξύ]], εν τω [[μεταξύ]], [[συνάμα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με μτχ. ενεστ., <i>μεταξὺ ὀρύσσων</i>, στα μισά [[εκεί]] που έσκαβε, Λατ. [[inter]] fodiendum, στον ίδ.· <i>μεταξὺ θύων</i>, σε Αριστοφ.· λέγοντα [[μεταξύ]], στα μισά του λόγου του, σε Πλάτ.· <b>β)</b> ύστερα, [[κατόπιν]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[ποιότητα]], τὰ [[μεταξύ]], μέτρια, δηλ. [[ούτε]] [[καλά]] [[ούτε]] [[κακά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως πρόθ. με γεν.,<br /><b class="num">1.</b> [[ανάμεσα]], [[μεταξύ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, <i>ὁ μεταξὺ τῆς δίκης τε καὶ τοῦ θανάτου</i> ([[χρόνος]]), σε Πλάτ.· τὰ μεταξὺ [[τούτου]], στο [[μεταξύ]], σε Σοφ.
}}
}}