3,274,216
edits
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰνάριον]], τὸ (ΑΜ) [[οίνος]]<br />(υποκορ. του [[οίνος]]) [[κρασάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αδύνατο ή άθλιο [[κρασί]]<br /><b>2.</b> λίγο [[κρασί]], μικρή [[ποσότητα]] κρασιού («ἐφθόνησέ μοι τοῡ ζωμοῡ καὶ τοῡ οἰναρίου» Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> η [[άμπελος]]. | |mltxt=[[οἰνάριον]], τὸ (ΑΜ) [[οίνος]]<br />(υποκορ. του [[οίνος]]) [[κρασάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αδύνατο ή άθλιο [[κρασί]]<br /><b>2.</b> λίγο [[κρασί]], μικρή [[ποσότητα]] κρασιού («ἐφθόνησέ μοι τοῡ ζωμοῡ καὶ τοῡ οἰναρίου» Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> η [[άμπελος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰνάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[οἶνος]], αδύνατο ή κακής ποιότητας [[κρασί]], σε Δημ. | |||
}} | }} |