3,274,306
edits
(29) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ορύττω (ΑΜ [[ὀρύσσω]], Α και δ. γρφ. [[ὀρύχω]], αττ. τ. ὀρύττω)<br />[[σκάβω]], [[ανοίγω]] [[κοίλωμα]] στη γη με [[εκσκαφή]], [[ανασκάπτω]], [[κατασκευάζω]] όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν [[ἐγγύθι]] τάφρον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) [[σκάβω]] υπόγεια [[φωλιά]] και [[ανυψώνω]] το [[χώμα]] [[πάνω]] από αυτήν<br /><b>2.</b> [[κατασκευάζω]], [[σχηματίζω]] [[διώρυγα]] («[[ταύτη]] ὁ [[ἰσθμός]] ἐστι, τὸν ὤρυσσον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξάγω]] [[ορυκτή]] ύλη με [[εκσκαφή]] της γης, [[εξορύσσω]] («λίθους ὠρύξατο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αφαιρώ]] μαλακό [[τμήμα]] από [[κοιλότητα]] του σώματός μου («ὀφθαλμὸν ὤρυττέν τις [[ὥσπερ]] ἰχθύος», Αντίφιλλ.)<br /><b>5.</b> [[σκάβω]] προκειμένου να κρύψω [[κάτι]], [[θάβω]], [[παραχώνω]] («κρύψω τόδ [[ἔγχος]] [[τοὐμόν]]..., γαίας ὀρύξας [[ἔνθα]] μή τις ὄψεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «πὺξ [[ὀρύσσω]]»<br />(για [[παλαιστή]]) [[καταφέρω]] ισχυρό [[κτύπημα]] στον αντίπαλό μου, [[βυθίζω]] τη [[γροθιά]] μου στο [[σώμα]] του<br /><b>7.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. αόρ. ως ουσ.) <i>τo ὀρυχθέν</i><br />όρυγμα, [[τάφρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀρύσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ορύχ</i>-<i>jω</i>) με δασύ [[σύμφωνο]] και προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ο</i>- (που οφείλεται πιθ. σε λαρυγγικό φθόγγο) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>reuk</i>- [[μαδώ]], [[γδέρνω]]» και συνδέεται με λατ. <i>runco</i> «[[σκαλίζω]]» (με έρρινο [[επίθημα]]) και αρχ. ινδ. <i>luncati</i> «[[αποσπώ]]» (με -<i>l</i>- [[αντί]] <i>r</i>-). Το δασύ [[σύμφωνο]] του θέματος ([[αντί]] του ΙΕ -<i>κ</i>-) που εμφανίζεται μόνο στην Ελληνική μπορεί να οφείλεται σε εκφρατικούς λόγους. Οι τ. του ρήματος με ηχηρό ουρανικό [[σύμφωνο]] -<i>γ</i>-, <i>ὤρυγον</i>, <i>ὠρύγην</i> [[είναι]] μτγν., όπως και ο ενεστ. τ. [[ὀρύχω]] (με αυθαίρετο σχηματισμό [[χωρίς]] ενεστωτικό [[επίθημα]]). Η [[σύνδεση]] του ρήματος με τους τ. <i>οὐροί</i> και [[ὄρος]] (Ι) δεν φαίνεται πιθανή. Το [[ὀρύσσω]], [[τέλος]], εμφανίζετι ως Β' συνθετικό με την [[μορφή]] -<i>ώρυξ</i> με «[[έκταση]] εν συνθέσει» (<b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-<i>ώρυξ</i>, <i>κοχλι</i>-<i>ώρυξ αξιν</i>-<i>ώρυξ</i>, <i>κατ</i>-<i>ώρυξ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>όρυγμα</i>, [[ορύκτης]], [[ορυκτός]], <i>όρυξ</i>, <i>όρυξις</i>, [[ορυχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ορυγεύς]], [[ορυγμός]], [[ορυκτήρ]], [[ορύκτωρ]], <i>όρυς</i><br />(αρχ.-μσν) [[ορυγή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ορυκτήριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανορύσσω]], [[διορύσσω]], [[εξορύσσω]], [[κατορύσσω]], [[περιορύσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιδιορύσσω]], [[εγκατορύσσω]], <i>επορύσσω</i>, [[παρορύσσω]], [[συγκατορύσσω]], [[συνεξορύσσω]], [[υποκατορύσσω]], [[υπορύσσω]]]. | |mltxt=και ορύττω (ΑΜ [[ὀρύσσω]], Α και δ. γρφ. [[ὀρύχω]], αττ. τ. ὀρύττω)<br />[[σκάβω]], [[ανοίγω]] [[κοίλωμα]] στη γη με [[εκσκαφή]], [[ανασκάπτω]], [[κατασκευάζω]] όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν [[ἐγγύθι]] τάφρον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) [[σκάβω]] υπόγεια [[φωλιά]] και [[ανυψώνω]] το [[χώμα]] [[πάνω]] από αυτήν<br /><b>2.</b> [[κατασκευάζω]], [[σχηματίζω]] [[διώρυγα]] («[[ταύτη]] ὁ [[ἰσθμός]] ἐστι, τὸν ὤρυσσον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξάγω]] [[ορυκτή]] ύλη με [[εκσκαφή]] της γης, [[εξορύσσω]] («λίθους ὠρύξατο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αφαιρώ]] μαλακό [[τμήμα]] από [[κοιλότητα]] του σώματός μου («ὀφθαλμὸν ὤρυττέν τις [[ὥσπερ]] ἰχθύος», Αντίφιλλ.)<br /><b>5.</b> [[σκάβω]] προκειμένου να κρύψω [[κάτι]], [[θάβω]], [[παραχώνω]] («κρύψω τόδ [[ἔγχος]] [[τοὐμόν]]..., γαίας ὀρύξας [[ἔνθα]] μή τις ὄψεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «πὺξ [[ὀρύσσω]]»<br />(για [[παλαιστή]]) [[καταφέρω]] ισχυρό [[κτύπημα]] στον αντίπαλό μου, [[βυθίζω]] τη [[γροθιά]] μου στο [[σώμα]] του<br /><b>7.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. αόρ. ως ουσ.) <i>τo ὀρυχθέν</i><br />όρυγμα, [[τάφρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀρύσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ορύχ</i>-<i>jω</i>) με δασύ [[σύμφωνο]] και προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ο</i>- (που οφείλεται πιθ. σε λαρυγγικό φθόγγο) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>reuk</i>- [[μαδώ]], [[γδέρνω]]» και συνδέεται με λατ. <i>runco</i> «[[σκαλίζω]]» (με έρρινο [[επίθημα]]) και αρχ. ινδ. <i>luncati</i> «[[αποσπώ]]» (με -<i>l</i>- [[αντί]] <i>r</i>-). Το δασύ [[σύμφωνο]] του θέματος ([[αντί]] του ΙΕ -<i>κ</i>-) που εμφανίζεται μόνο στην Ελληνική μπορεί να οφείλεται σε εκφρατικούς λόγους. Οι τ. του ρήματος με ηχηρό ουρανικό [[σύμφωνο]] -<i>γ</i>-, <i>ὤρυγον</i>, <i>ὠρύγην</i> [[είναι]] μτγν., όπως και ο ενεστ. τ. [[ὀρύχω]] (με αυθαίρετο σχηματισμό [[χωρίς]] ενεστωτικό [[επίθημα]]). Η [[σύνδεση]] του ρήματος με τους τ. <i>οὐροί</i> και [[ὄρος]] (Ι) δεν φαίνεται πιθανή. Το [[ὀρύσσω]], [[τέλος]], εμφανίζετι ως Β' συνθετικό με την [[μορφή]] -<i>ώρυξ</i> με «[[έκταση]] εν συνθέσει» (<b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-<i>ώρυξ</i>, <i>κοχλι</i>-<i>ώρυξ αξιν</i>-<i>ώρυξ</i>, <i>κατ</i>-<i>ώρυξ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>όρυγμα</i>, [[ορύκτης]], [[ορυκτός]], <i>όρυξ</i>, <i>όρυξις</i>, [[ορυχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ορυγεύς]], [[ορυγμός]], [[ορυκτήρ]], [[ορύκτωρ]], <i>όρυς</i><br />(αρχ.-μσν) [[ορυγή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ορυκτήριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανορύσσω]], [[διορύσσω]], [[εξορύσσω]], [[κατορύσσω]], [[περιορύσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιδιορύσσω]], [[εγκατορύσσω]], <i>επορύσσω</i>, [[παρορύσσω]], [[συγκατορύσσω]], [[συνεξορύσσω]], [[υποκατορύσσω]], [[υπορύσσω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>ὀρύξω</i>, αόρ. αʹ [[ὤρυξα]], Επικ. <i>ὄρυξα</i>, παρακ. <i>ὀρώρῠχα</i>, υπερσ. [[ὠρωρύχειν]] — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ὠρυξάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>ὀρυχθήσομαι</i> και <i>ὀρῠχήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ὠρύχθην]], παρακ. [[ὀρώρυγμαι]], υπερσ. <i>ὀρωρύγμην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σκάβω]] μια τάφρο κ.λπ., σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· τὸ ὀρυχθέν = [[ὄρυγμα]], [[διώρυγα]], [[τάφρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκαλίζω]] ένα [[φυτό]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., <i>λίθους ὀρύξασθαι</i>, [[αναθέτω]] σε κάποιον να ανασκάψει και να εξαγάγει πετρώματα, σε Ηρόδ. — Παθ., ὁ ὀρυσσόμενος [[χοῦς]], [[χώμα]] που ανασκάφτηκε, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[σκάβω]] διαμέσου, δηλ. φτιάχνω μια δίοδο [[μεταξύ]] (όπως το <i>διορύσσειν</i>), τὸν ἰσθμὸν [[ὀρύσσω]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· τὸ [[χωρίον]] [[ὀρώρυκτο]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[θάβω]], [[ἔγχος]] ὀρύξας, σε Σοφ.<br /><b class="num">V.</b> πὺξ [[ὀρύσσω]], λέγεται για πυγμάχο, [[δίνω]] μια [[σπρωξιά]] ή μια δυνατή μπουνιά, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |