3,274,306
edits
(29) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀπτός]], -ή, -όν (Α)<br />[[ορατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όπωπα</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μνη</i>-<i>τός</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -ό (Α [[ὀπτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει υποστεί όπτηση, [[ψητός]], ψημένος («σῑτός τε κρέα τ' ὀπτά», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οπτή γη» — ψημένος [[πηλός]], [[τερακότα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ψηθεί σε κλίβανο (α. «βοῡν καὶ ἵππον... ὀπτοὺς ἐν καμίνοισι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι ὀπτῇσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη γη) αποξηραμένος, αποστραγγισμένος από τις ηλιακές ακτίνες<br /><b>3.</b> (για [[σίδερο]]) παρασκευασμένος με τη [[χρήση]] φωτιάς, σφυρηλατημένος<br /><b>4.</b> καμένος, καψαλισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>ә</i><sub>3</sub><i>pk</i><sup>w</sup>-) του ρ. [[πέσσω]] (<span style="color: red;"><</span> (<i>ә</i><sub>3</sub>)<i>p</i>-<i>ek</i><sup>w</sup>-, <b>βλ. λ.</b> [[πέσσω]]) με [[επίθημα]] -<i>to</i>-. Η [[άποψη]] ότι η λ. [[ὀπτός]] συνδέεται με το [[ὀβελός]] δεν θεωρείται πιθ. Η [[χρήση]] της λ. [[ὀπτός]] (ΙΙ) και τών ομορρίζων της υποχώρησε [[νωρίς]] πιθ. λόγω της ύπαρξης της [[μεγάλης]] οικογένειας του ομόηχου [[ὀπτός]] (Ι) «[[ορατός]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>όπωπα</i>)].———————— <b>(III)</b><br />[[ὀπτός]], -ή, -όν (Μ)<br />ώριμος. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀπτός]], -ή, -όν (Α)<br />[[ορατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όπωπα</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μνη</i>-<i>τός</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -ό (Α [[ὀπτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει υποστεί όπτηση, [[ψητός]], ψημένος («σῑτός τε κρέα τ' ὀπτά», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οπτή γη» — ψημένος [[πηλός]], [[τερακότα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ψηθεί σε κλίβανο (α. «βοῡν καὶ ἵππον... ὀπτοὺς ἐν καμίνοισι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι ὀπτῇσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη γη) αποξηραμένος, αποστραγγισμένος από τις ηλιακές ακτίνες<br /><b>3.</b> (για [[σίδερο]]) παρασκευασμένος με τη [[χρήση]] φωτιάς, σφυρηλατημένος<br /><b>4.</b> καμένος, καψαλισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>ә</i><sub>3</sub><i>pk</i><sup>w</sup>-) του ρ. [[πέσσω]] (<span style="color: red;"><</span> (<i>ә</i><sub>3</sub>)<i>p</i>-<i>ek</i><sup>w</sup>-, <b>βλ. λ.</b> [[πέσσω]]) με [[επίθημα]] -<i>to</i>-. Η [[άποψη]] ότι η λ. [[ὀπτός]] συνδέεται με το [[ὀβελός]] δεν θεωρείται πιθ. Η [[χρήση]] της λ. [[ὀπτός]] (ΙΙ) και τών ομορρίζων της υποχώρησε [[νωρίς]] πιθ. λόγω της ύπαρξης της [[μεγάλης]] οικογένειας του ομόηχου [[ὀπτός]] (Ι) «[[ορατός]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>όπωπα</i>)].———————— <b>(III)</b><br />[[ὀπτός]], -ή, -όν (Μ)<br />ώριμος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀπτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> ψημένος, [[ψητός]] στα κάρβουνα ή στη [[σχάρα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἑφθὰ καὶ ὀπτά</i>, βραστά και ψητά κρέατα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ψητός]] στο φούρνο, σε κεραμικές εστίες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για το [[σίδερο]], σφυρήλατο, πυρακτωμένο, σε Σοφ. | |||
}} | }} |