3,274,246
edits
(30) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δίνω]] ύπαρξη σε [[κάτι]], [[γεννώ]], [[δημιουργώ]], φτειάχνω<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> (το ενεργ. και συν. το μέσ.) (για [[λέξη]]) [[σχηματίζω]] ή σχηματίζομαι με την [[προσθήκη]] κατάληξης ή με την [[παρεμβολή]] προσφύματος («το ουσιαστικό [[λόγος]] παράγεται από το [[ρήμα]] [[λέγω]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τη γη) [[καρποφορώ]], [[βγάζω]] ως [[προϊόν]] («η [[Κρήτη]] παράγει [[πολλά]] πορτοκάλια»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με προϊόντα του πνεύματος) [[συγγράφω]], [[συνθέτω]]<br /><b>3.</b> (για άψυχα) εκβαλλω («τα τύμπανα παράγουν πολύ δυνατό ήχο»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φέρνω]] κάποιον στη [[μέση]] ή ενώπιον κάποιου, [[παρουσιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[κοντά]] ή έξω από έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[φέρω]], [[οδηγώ]] τους άντρες από [[πίσω]] [[προς]] τα [[πλάγια]], από [[φάλαγγα]] σε [[παράταξη]]<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από κάποιον ή [[μπροστά]] του<br /><b>4.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[γύρω]] ή έξω από τη [[θέση]] του<br /><b>5.</b> [[σέρνω]] [[κάτι]] [[κατά]] [[μήκος]] κάποιου<br /><b>6.</b> [[κατευθύνω]]<br /><b>7.</b> [[παραπλανώ]], [[εξαπατώ]] κάποιον («[[μήτε]] ἡμᾱς ψεύδεσι παράγειν ἐν λόγῳ ἤ ἐν ἔργῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> (με αρνητική σημ.) [[παρασύρω]] κάποιον σε [[κάτι]] («παράγειν ἐς ἀναιδίην», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>9.</b> [[μεταβάλλω]] την αρχική [[διεύθυνση]]<br /><b>10.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με νόμο) [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]]<br /><b>11.</b> [[αποτρέπω]] [[κάτι]] («οὐ οἷός τε ἐγένετο παραγαγεῑν μοίρας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> ([[ιδίως]] στη [[διαδικασία]] παραγωγής λέξεων) [[κάνω]] μια μικρή [[αλλαγή]], [[παραλλάσσω]] [[κάτι]]<br /><b>13.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο<br /><b>14.</b> (σε [[τραγωδία]] ή [[κωμωδία]]) [[παριστάνω]] έναν χαρακτήρα στη [[σκηνή]]<br /><b>15.</b> [[μεριμνώ]] ώστε να γίνει [[κάτι]] («οἱ μὴ παραγεωγότες ἐπὶ τὰ χώματα καλαμείαν», πάπ.)<br /><b>16.</b> [[εισάγω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[κρυφά]] («ἄνδρας λειογενείους τῇ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι σκευάσας... παρῆγε ἔσω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>17.</b> [[επιβραδύνω]] («προφάσεις τινὰς ποιούμενος παρῆγε τὴν πράξιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>18.</b> [[εκτρέπω]] [[κάτι]]<br /><b>19.</b> [[διέρχομαι]], [[περνώ]]<br /><b>20.</b> [[προσεγγίζω]] σε κάποιον [[τόπο]] περνώντας με [[πλοίο]]<br /><b>21.</b> [[πηγαίνω]]<br /><b>22.</b> [[αργοπορώ]]<br /><b>23.</b> [[παρέρχομαι]], [[εκλείπω]]<br /><b>24.</b> <b>παθ.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[σχηματίζω]] τύπους, κλίνομαι<br />β) καλούμαι με όνομα που προκύπτει από [[παραγωγή]] («ὁ ἀνδρίας οὐ λέγεται [[ξύλον]], ἀλλὰ παράγεται [[ξύλινος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>25.</b> <b>φρ.</b> α) «παράγειν θριάμβους» — [[θριαμβεύω]]<br />β) «[[παράγω]] εἰς τὸν δῆμον<br />[[οδηγώ]] ενώπιον του λαού<br />γ) «[[παράγω]] εἰς [ή παρὰ] τὸ [[δικαστήριον]]» — [[οδηγώ]] ενώπιον τών δικαστών, [[εισάγω]] σε [[δίκη]]<br />δ) «παράγομαι ἐπί»<br />(σε [[περίπτωση]] μηνύσεως) εισάγομαι, οδηγούμαι στο δικαστήριο<br />ε) «[[παράγω]] τὸν χρόνον» — [[αφήνω]] να περνά ο [[χρόνος]]. | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δίνω]] ύπαρξη σε [[κάτι]], [[γεννώ]], [[δημιουργώ]], φτειάχνω<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> (το ενεργ. και συν. το μέσ.) (για [[λέξη]]) [[σχηματίζω]] ή σχηματίζομαι με την [[προσθήκη]] κατάληξης ή με την [[παρεμβολή]] προσφύματος («το ουσιαστικό [[λόγος]] παράγεται από το [[ρήμα]] [[λέγω]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τη γη) [[καρποφορώ]], [[βγάζω]] ως [[προϊόν]] («η [[Κρήτη]] παράγει [[πολλά]] πορτοκάλια»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με προϊόντα του πνεύματος) [[συγγράφω]], [[συνθέτω]]<br /><b>3.</b> (για άψυχα) εκβαλλω («τα τύμπανα παράγουν πολύ δυνατό ήχο»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φέρνω]] κάποιον στη [[μέση]] ή ενώπιον κάποιου, [[παρουσιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[κοντά]] ή έξω από έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[φέρω]], [[οδηγώ]] τους άντρες από [[πίσω]] [[προς]] τα [[πλάγια]], από [[φάλαγγα]] σε [[παράταξη]]<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από κάποιον ή [[μπροστά]] του<br /><b>4.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[γύρω]] ή έξω από τη [[θέση]] του<br /><b>5.</b> [[σέρνω]] [[κάτι]] [[κατά]] [[μήκος]] κάποιου<br /><b>6.</b> [[κατευθύνω]]<br /><b>7.</b> [[παραπλανώ]], [[εξαπατώ]] κάποιον («[[μήτε]] ἡμᾱς ψεύδεσι παράγειν ἐν λόγῳ ἤ ἐν ἔργῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> (με αρνητική σημ.) [[παρασύρω]] κάποιον σε [[κάτι]] («παράγειν ἐς ἀναιδίην», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>9.</b> [[μεταβάλλω]] την αρχική [[διεύθυνση]]<br /><b>10.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με νόμο) [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]]<br /><b>11.</b> [[αποτρέπω]] [[κάτι]] («οὐ οἷός τε ἐγένετο παραγαγεῑν μοίρας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> ([[ιδίως]] στη [[διαδικασία]] παραγωγής λέξεων) [[κάνω]] μια μικρή [[αλλαγή]], [[παραλλάσσω]] [[κάτι]]<br /><b>13.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο<br /><b>14.</b> (σε [[τραγωδία]] ή [[κωμωδία]]) [[παριστάνω]] έναν χαρακτήρα στη [[σκηνή]]<br /><b>15.</b> [[μεριμνώ]] ώστε να γίνει [[κάτι]] («οἱ μὴ παραγεωγότες ἐπὶ τὰ χώματα καλαμείαν», πάπ.)<br /><b>16.</b> [[εισάγω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[κρυφά]] («ἄνδρας λειογενείους τῇ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι σκευάσας... παρῆγε ἔσω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>17.</b> [[επιβραδύνω]] («προφάσεις τινὰς ποιούμενος παρῆγε τὴν πράξιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>18.</b> [[εκτρέπω]] [[κάτι]]<br /><b>19.</b> [[διέρχομαι]], [[περνώ]]<br /><b>20.</b> [[προσεγγίζω]] σε κάποιον [[τόπο]] περνώντας με [[πλοίο]]<br /><b>21.</b> [[πηγαίνω]]<br /><b>22.</b> [[αργοπορώ]]<br /><b>23.</b> [[παρέρχομαι]], [[εκλείπω]]<br /><b>24.</b> <b>παθ.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[σχηματίζω]] τύπους, κλίνομαι<br />β) καλούμαι με όνομα που προκύπτει από [[παραγωγή]] («ὁ ἀνδρίας οὐ λέγεται [[ξύλον]], ἀλλὰ παράγεται [[ξύλινος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>25.</b> <b>φρ.</b> α) «παράγειν θριάμβους» — [[θριαμβεύω]]<br />β) «[[παράγω]] εἰς τὸν δῆμον<br />[[οδηγώ]] ενώπιον του λαού<br />γ) «[[παράγω]] εἰς [ή παρὰ] τὸ [[δικαστήριον]]» — [[οδηγώ]] ενώπιον τών δικαστών, [[εισάγω]] σε [[δίκη]]<br />δ) «παράγομαι ἐπί»<br />(σε [[περίπτωση]] μηνύσεως) εισάγομαι, οδηγούμαι στο δικαστήριο<br />ε) «[[παράγω]] τὸν χρόνον» — [[αφήνω]] να περνά ο [[χρόνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παράγω:''' μέλ. <i>-άξω</i>, αόρ. βʹ [[παρήγαγον]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[οδηγώ]] κοντά ή μέσα σ' έναν [[τόπο]], με αιτ. τόπου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> ως [[στρατιωτικός]] όρος, [[παρατάσσω]] τους άντρες, τους [[φέρνω]] από τη [[διάταξη]] της «στήλης» σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[οδηγώ]] [[πλαγίως]], [[ξεστρατίζω]], [[βγάζω]] από το δρόμο, [[παρασύρω]], [[παραπλανώ]], Λατ. seducere, σε Πίνδ., Αττ. — Παθ., <i>φόβῳ παρηγόμην</i>, σε Σοφ.· <i>ἀπάτῃ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[οδηγώ]] προς ή μέσα σε κάποιο [[πράγμα]], <i>ἔς τι</i>, σε Ευρ.· [[συνήθως]] λέγεται για [[κάτι]] [[κακό]], σε Θέογν. κ.λπ. — Παθ., εξωθούμαι, είμαι πεπεισμένος, με απαρ., <i>παρηγμένος εἰργάσθαι</i>, <i>τι</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[οδηγώ]] δίπλα, [[μεταβάλλω]] την [[πορεία]] ενός πράγματος, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[φέρνω]] και [[τοποθετώ]] [[κάτι]] κοντά στους άλλους, [[παρουσιάζω]] ενώπιον, [[εισάγω]], ἐς [[μέσον]], σε Ηρόδ.· [[παράγω]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]], [[εισάγω]] [[υπόθεση]] στο δικαστήριο, σε Δημ.· επίσης, [[παρουσιάζω]] ενώπιον του δικαστηρίου ως μάρτυρα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισάγω]] [[λαθραία]], με τη [[σημασία]] της μυστικότητας, σε Ηρόδ. — Παθ., [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]], [[μπαίνω]], σε Σοφ. <b>Β.</b> Αμτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[παρέρχομαι]], περνώ απ' το δρόμο κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εκλείπω]], σε Καινή Διαθήκη· ομοίως σε Παθ., στον ίδ., Πλούτ. | |||
}} | }} |