παραφθάνω: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, παραφτάνω Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[υπεραρκετός]], [[επαρκώ]] σε [[μέγιστο]] βαθμό, [[φτάνω]] και [[περισσεύω]] («[[φτάνω]] και παραφτάνω»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προλαμβάνω]], [[προφθάνω]], [[καταφθάνω]], [[φθάνω]] κάποιον καταδιώκοντας τον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παραφθάνομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] από κάποιον, τον [[ξεπερνώ]]<br /><b>3.</b> (για [[άλογο]]) [[νικώ]] σε αγώνα δρόμου, [[έρχομαι]] [[πρώτος]] σε [[ιπποδρομία]].
|mltxt=ΝΑ, παραφτάνω Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[υπεραρκετός]], [[επαρκώ]] σε [[μέγιστο]] βαθμό, [[φτάνω]] και [[περισσεύω]] («[[φτάνω]] και παραφτάνω»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προλαμβάνω]], [[προφθάνω]], [[καταφθάνω]], [[φθάνω]] κάποιον καταδιώκοντας τον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παραφθάνομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] από κάποιον, τον [[ξεπερνώ]]<br /><b>3.</b> (για [[άλογο]]) [[νικώ]] σε αγώνα δρόμου, [[έρχομαι]] [[πρώτος]] σε [[ιπποδρομία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραφθάνω:''' [ᾰ], αόρ. βʹ <i>παρέφθην</i>, Ενεργ. μτχ. και Μέσ. [[παραφθάς]], -[[φθάμενος]]· [[προφταίνω]], [[προλαμβάνω]], [[ξεπερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· εἰδ' [[ἄμμε]] παραφθαίησι [[πόδεσσι]] (γʹ ενικ. Επικ. ευκτ.), στο ίδ.
}}
}}