περιβάλλω: Difference between revisions

5
(32)
(5)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[βάλλω]]<br /><b>1.</b> [[θέτω]], [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] ή [[πάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[περικλείω]], [[περικυκλώνω]], [[ζώνω]]<br /><b>3.</b> [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]], [[επικαλύπτω]], [[περικαλύπτω]] (α. «μέ περιβάλλει βαθύ [[σκοτάδι]]» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει [[σκότος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ντύνω]], [[ενδύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>η [[περιβάλλουσα]]<br /><b>βλ.</b> [[περιβάλλουσα]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το [[περιβάλλον]]<br /><b>βλ.</b> [[περιβάλλον]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγκαλιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιθέτω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[προσάπτω]], [[παρέχω]] (α. «περιβάλλει τα [[παιδιά]] με [[αγάπη]] και [[εμπιστοσύνη]]» β. «μὴ πρὸς θεῶν μοι περιβάλῃς ἀνανδρίαν» — μη μέ κάνεις να λιποψυχήσω, Παλλαδ.<br />β. «περιβάλλειν τὴν αἰτίαν τῷ ἰατρῷ» — [[αποδίδω]] [[μομφή]] στον γιατρό, Ιπποκρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιβάλλομαι</i><br />[[νικώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (σχετικά με [[ιδιοκτησία]], ακίνητη [[περιουσία]], [[κυριότητα]]) [[επιστρέφω]], [[επανέρχομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αναμιγνύω]] κάποιον σε [[συμφορά]], τον [[εμπλέκω]] και τον [[ρίχνω]] σε [[κάτι]] [[κακό]], [[περιπλέκω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με οχυρωματικά κ.ά. παρόμοια έργα) [[οικοδομώ]] [[γύρω]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[κατασκευάζω]] [[ολόγυρα]] τείχη, [[οχυρώνω]]<br /><b>2.</b> [[αποφεύγω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πλοία) [[παρακάμπτω]] [[ακρωτήριο]], [[καβατζάρω]], [[περιπλέω]]<br /><b>4.</b> (για λαγό) [[συχνάζω]]<br /><b>5.</b> [[επεκτείνω]], [[αναπτύσσω]]<br /><b>6.</b> [[υπερτερώ]] στη [[βολή]], στη [[ρίψη]]<br /><b>7.</b> [[υπερέχω]], [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> α) [[περικλείω]], [[περικυκλώνω]] [[κάτι]] [[προς]] όφελός μου<br />β) περιχαρακώνομαι, [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[γύρω]] μου για να υπερασπίσω τον εαυτό μου<br />γ) [[κατανοώ]], [[καταλαβαίνω]]<br />δ) [[χρησιμοποιώ]] περιφράσεις, [[καλύπτω]] την [[ουσία]] [[πίσω]] από τις λέξεις<br /><b>9.</b> (παθ. με μέσ. σημ.) [[παίρνω]] [[κάτι]] υπό την [[εξουσία]] μου, σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι<br /><b>10.</b> (ο παθ. παρακμ. με μέσ. σημ.) <i>περιβέβλημαι</i><br />[[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]]<br /><b>11.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τo περιβεβλημένον</i><br />[[χώρος]] κλεισμένος [[ολόγυρα]], [[περίβολος]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[περιβάλλω]] λόγον» — [[κάνω]] τον λόγο κομψό<br />β) «[[περιβάλλω]] τινὰ φυγῇ» — [[εξορίζω]]<br />γ) «[[περιβάλλω]] τινὰ χαλκεύματι» — [[διατρυπώ]] με το [[ξίφος]] μου<br />δ) «περιβάλλειν το [ή πρὸς] [[λουτρόν]]» — [[κάνω]] [[μπάνιο]], [[παίρνω]] το [[λουτρό]] μου.
|mltxt=ΝΜΑ [[βάλλω]]<br /><b>1.</b> [[θέτω]], [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] ή [[πάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[περικλείω]], [[περικυκλώνω]], [[ζώνω]]<br /><b>3.</b> [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]], [[επικαλύπτω]], [[περικαλύπτω]] (α. «μέ περιβάλλει βαθύ [[σκοτάδι]]» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει [[σκότος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ντύνω]], [[ενδύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>η [[περιβάλλουσα]]<br /><b>βλ.</b> [[περιβάλλουσα]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το [[περιβάλλον]]<br /><b>βλ.</b> [[περιβάλλον]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγκαλιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιθέτω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[προσάπτω]], [[παρέχω]] (α. «περιβάλλει τα [[παιδιά]] με [[αγάπη]] και [[εμπιστοσύνη]]» β. «μὴ πρὸς θεῶν μοι περιβάλῃς ἀνανδρίαν» — μη μέ κάνεις να λιποψυχήσω, Παλλαδ.<br />β. «περιβάλλειν τὴν αἰτίαν τῷ ἰατρῷ» — [[αποδίδω]] [[μομφή]] στον γιατρό, Ιπποκρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιβάλλομαι</i><br />[[νικώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (σχετικά με [[ιδιοκτησία]], ακίνητη [[περιουσία]], [[κυριότητα]]) [[επιστρέφω]], [[επανέρχομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αναμιγνύω]] κάποιον σε [[συμφορά]], τον [[εμπλέκω]] και τον [[ρίχνω]] σε [[κάτι]] [[κακό]], [[περιπλέκω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με οχυρωματικά κ.ά. παρόμοια έργα) [[οικοδομώ]] [[γύρω]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[κατασκευάζω]] [[ολόγυρα]] τείχη, [[οχυρώνω]]<br /><b>2.</b> [[αποφεύγω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πλοία) [[παρακάμπτω]] [[ακρωτήριο]], [[καβατζάρω]], [[περιπλέω]]<br /><b>4.</b> (για λαγό) [[συχνάζω]]<br /><b>5.</b> [[επεκτείνω]], [[αναπτύσσω]]<br /><b>6.</b> [[υπερτερώ]] στη [[βολή]], στη [[ρίψη]]<br /><b>7.</b> [[υπερέχω]], [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> α) [[περικλείω]], [[περικυκλώνω]] [[κάτι]] [[προς]] όφελός μου<br />β) περιχαρακώνομαι, [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[γύρω]] μου για να υπερασπίσω τον εαυτό μου<br />γ) [[κατανοώ]], [[καταλαβαίνω]]<br />δ) [[χρησιμοποιώ]] περιφράσεις, [[καλύπτω]] την [[ουσία]] [[πίσω]] από τις λέξεις<br /><b>9.</b> (παθ. με μέσ. σημ.) [[παίρνω]] [[κάτι]] υπό την [[εξουσία]] μου, σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι<br /><b>10.</b> (ο παθ. παρακμ. με μέσ. σημ.) <i>περιβέβλημαι</i><br />[[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]]<br /><b>11.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τo περιβεβλημένον</i><br />[[χώρος]] κλεισμένος [[ολόγυρα]], [[περίβολος]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[περιβάλλω]] λόγον» — [[κάνω]] τον λόγο κομψό<br />β) «[[περιβάλλω]] τινὰ φυγῇ» — [[εξορίζω]]<br />γ) «[[περιβάλλω]] τινὰ χαλκεύματι» — [[διατρυπώ]] με το [[ξίφος]] μου<br />δ) «περιβάλλειν το [ή πρὸς] [[λουτρόν]]» — [[κάνω]] [[μπάνιο]], [[παίρνω]] το [[λουτρό]] μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-έβᾰλον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] [[ολόγυρα]], περὶ [[χαῖρε]] βαλών, έχοντας βάλει τα χέρια του [[ολόγυρα]] του, σε Ομήρ. Οδ.· [[χέρας]] [[περιβάλλω]] τινί, σε Ευρ.· <i>περὶ δι' ὠλένας δέρᾳ βάλοιμι</i>, στον ίδ.· [[περιβάλλω]] τινὶ [[δεσμά]], σε Αισχύλ.· [[περιβάλλω]], ναῦν περὶ [[ἕρμα]], [[προσαράζω]] σε ξέρα, σε Θουκ. — Μέσ., [[βάζω]] [[κάτι]] [[επάνω]] μου, φορώ, με αιτ. πράγμ., <i>τεύχεα περιβαλλόμενοι</i>, φόρεσαν τα όπλα τους, σε Ομήρ. Οδ.· [[περιβάλλω]] [[ἔρυμα]], [[ἕρκος]], <i>τείχεα</i>, [[περιβάλλω]] κάποιον για να τον υπερασπίσω, [[περιτειχίζω]], σε Ηρόδ.· με [[διπλή]] αιτ., [[τεῖχος]] περιβάλλεσθαι πόλιν, [[χτίζω]] [[τείχος]] γύρω της, στον ίδ.· σε Παθ. παρακ., έχω τοποθετήσει ένα [[πράγμα]] γύρω από κάποιον, σε Πλάτ.· περιβεβλημένος το [[τεῖχος]], έχει το [[τείχος]] γύρω του, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[τοποθετώ]] [[κάτι]] γύρω από ένα [[πρόσωπο]], δηλ. τον [[περιβάλλω]] μ' αυτό, [[περιβάλλω]] τινὶ βασιληΐην, <i>[[τυραννίδα]]</i>, στον ίδ., Ευρ.· <i>δουλείαν Μυκήναις</i>, σε Ευρ.· [[περιβάλλω]] ἀνανδρίαν τινί, δηλ. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αντιστρόφως με δοτ. πράγμ., [[περιβάλλω]], [[περιστοιχίζω]], [[περιτριγυρίζω]], <i>περιβάλλειν βρόχῳ τὸν αὐχένα</i>, στον ίδ.· μεταφ., [[περιβάλλω]] τινὰ [[χερσί]], [[εναγκαλίζομαι]], στον ίδ.· μεταφ., [[περιβάλλω]] τινὰ συμφοραῖς, <i>κακοῖς</i>, [[εμπλέκω]] κάποιον σε συμφορές, δυστυχίες κ.λπ., στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., [[περικλείω]] ή [[περιβάλλω]] για την υπεράσπισή μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[περιβάλλω]] τινὰ χαλκεύματι, [[περιβάλλω]] κάποιον με το [[ξίφος]] μου, δηλ. τον [[διαπερνώ]] με αυτό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με αιτ. μόνο, [[περικυκλώνω]], [[περικλείω]], περιβάλλει με [[σκότος]], σε Ευρ.· [[περιβάλλω]] τινά, [[αγκαλιάζω]] αυτόν, σε Ξεν.· [[αλλά]] επίσης και [[ενδύω]], [[ντύνω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., <i>τὸ περιβεβλημένον</i>, [[περίβολος]], [[περίφρακτος]] [[χώρος]], σε Ηρόδ. — Μέσ. <i>ἤλαυνον περιβαλλόμενοι</i> (<i>τὰ ὑποζύγια</i>), περιτριγυρίζοντας, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φέρνω]] την [[πυξίδα]] γύρω-γύρω, [[αναστρέφω]], με αιτ., ἵπποι περὶ [[τέρμα]] βαλοῦσαι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πλοία, [[περιβάλλω]] τὸν Ἄθων, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[συχνάζω]], [[αγαπώ]] ένα [[μέρος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">IV. 1.</b> Μέσ., [[προσπαθώ]] να κερδίσω προς όφελός μου, [[στοχεύω]], Λατ. affectare, [[καθώς]] λέμε «[[μηχανεύομαι]]» ένα [[πράγμα]], [[περιβάλλω]] ἑωυτῷ κέρδεα, σε Ηρόδ.· σωφροσύνης [[δόξαν]] [[περιβάλλω]], σε Ξεν.· Παθ. παρακ., έχω την [[κατοχή]] ενός πράγματος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλύπτω]] ή [[σκεπάζω]] με [[λόγια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">V.</b> [[υπερβάλλω]], και [[επομένως]] γενικά, [[υπερέχω]], [[υπερβαίνω]], <i>μνηστῆρας δώροισι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[απλώς]], [[περιβάλλω]] ἀρετῇ, [[υπερέχω]] στην [[αρετή]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}