πεφυλαγμένως: Difference between revisions

6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με [[προφύλαξη]], προσεκτικά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πεφυλαγμένως]] ἔχω πρὸς τι» — [[είμαι]] [[προσεκτικός]] για κάποιο [[πράγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>πεφυλαγμένος</i> του [[φυλάσσω]].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με [[προφύλαξη]], προσεκτικά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πεφυλαγμένως]] ἔχω πρὸς τι» — [[είμαι]] [[προσεκτικός]] για κάποιο [[πράγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>πεφυλαγμένος</i> του [[φυλάσσω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεφῠλαγμένως:'''<b class="num">1.</b> επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[φυλάσσω]], προσεκτικά, επιφυλακτικά, συνετά, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ασφάλεια]], σε Ξεν.
}}
}}