3,274,313
edits
(32) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αττ. τ. [[πίττα]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φαρμ.)</b> [[προϊόν]] ξηράς απόσταξης ξύλου αρκεύθου ή ξύλου πεύκου ή, [[ακόμη]], και γαιάνθρακα, που χρησιμοποιείται [[είτε]] αυτούσιο, [[είτε]] σε [[λοσιόν]] [[είτε]] σε [[αλοιφή]] για την αντισηπτική, κερατολυτική και επουλωτική του [[δράση]], [[καθώς]] και ως απολυμαντικό και παρασιτοκτόνο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μαύρος]] [[πίσσα]]» — πολύ [[μαύρος]]<br />β) «[[σκοτάδι]] [[πίσσα]]» — βαθύ απόλυτο [[σκοτάδι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το μαύρο ή [[καφέ]] σκούρο [[υπόλειμμα]] της απόσταξης της λιθανθρακόπισσας, της ξυλόπισσας ή λιπών, λιπαρών οξέων και λιπαρών ελαίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ξυλόπισσα]]<br /><b>2.</b> [[ρητίνη]] την οποία χρησιμοποιούσαν για την [[επάλειψη]] της εσωτερικής επιφάνειας τών βαρελιών κρασιού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πίσσα]] ὠμή» — [[ξυλόπισσα]] που δεν έχει υποστεί [[κατεργασία]]<br />β) «[[ὑγρά]] [[πίσσα]]» — κατεργασμένη [[ξυλόπισσα]] σε ρευστή [[κατάσταση]]<br />γ) «ὀρὸς πίσσης» — [[πίσσανθος]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «[[πάσχω]] [[ὅσσα]] μῡς ἐν πίσσῃ.» — [[υποφέρω]] [[πάρα]] [[πολλά]] [[δεινά]]<br />β) «[[ἄρτι]] μῡς πίττης γεύεται» — λεγόταν για εκείνον που είχε υποστεί πρόσφατα [[πολλά]] [[δεινά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πίσσα]] συνδέεται με το αρχ. όνομα της λατινικής <i>pix</i>, <i>picis</i> «[[πίσσα]]» (<span style="color: red;"><</span> IE <i>piq</i>-, <b>πρβλ.</b> ρωσ. <i>pikŭlŭ</i>, αρχ. σλαβ. <i>picilŭ</i>), που [[είναι]] [[δάνειο]] από τη Γερμανική. Η λ. έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>ya</i> (<b>πρβλ.</b> [[κίσσα]], [[νήσσα]], [[γλώσσα]])]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και αττ. τ. [[πίττα]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φαρμ.)</b> [[προϊόν]] ξηράς απόσταξης ξύλου αρκεύθου ή ξύλου πεύκου ή, [[ακόμη]], και γαιάνθρακα, που χρησιμοποιείται [[είτε]] αυτούσιο, [[είτε]] σε [[λοσιόν]] [[είτε]] σε [[αλοιφή]] για την αντισηπτική, κερατολυτική και επουλωτική του [[δράση]], [[καθώς]] και ως απολυμαντικό και παρασιτοκτόνο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μαύρος]] [[πίσσα]]» — πολύ [[μαύρος]]<br />β) «[[σκοτάδι]] [[πίσσα]]» — βαθύ απόλυτο [[σκοτάδι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το μαύρο ή [[καφέ]] σκούρο [[υπόλειμμα]] της απόσταξης της λιθανθρακόπισσας, της ξυλόπισσας ή λιπών, λιπαρών οξέων και λιπαρών ελαίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ξυλόπισσα]]<br /><b>2.</b> [[ρητίνη]] την οποία χρησιμοποιούσαν για την [[επάλειψη]] της εσωτερικής επιφάνειας τών βαρελιών κρασιού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πίσσα]] ὠμή» — [[ξυλόπισσα]] που δεν έχει υποστεί [[κατεργασία]]<br />β) «[[ὑγρά]] [[πίσσα]]» — κατεργασμένη [[ξυλόπισσα]] σε ρευστή [[κατάσταση]]<br />γ) «ὀρὸς πίσσης» — [[πίσσανθος]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «[[πάσχω]] [[ὅσσα]] μῡς ἐν πίσσῃ.» — [[υποφέρω]] [[πάρα]] [[πολλά]] [[δεινά]]<br />β) «[[ἄρτι]] μῡς πίττης γεύεται» — λεγόταν για εκείνον που είχε υποστεί πρόσφατα [[πολλά]] [[δεινά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πίσσα]] συνδέεται με το αρχ. όνομα της λατινικής <i>pix</i>, <i>picis</i> «[[πίσσα]]» (<span style="color: red;"><</span> IE <i>piq</i>-, <b>πρβλ.</b> ρωσ. <i>pikŭlŭ</i>, αρχ. σλαβ. <i>picilŭ</i>), που [[είναι]] [[δάνειο]] από τη Γερμανική. Η λ. έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>ya</i> (<b>πρβλ.</b> [[κίσσα]], [[νήσσα]], [[γλώσσα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πίσσᾰ:''' Αττ. πίττᾰ, ἡ, [[πίσσα]], Λατ. [[pix]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· παροιμ., [[ἄρτι]] [[μῦς]] πίττης γεύεται, δηλ. παίρνει την πρώτη [[γεύση]] της δυστυχίας, σε Δημ. | |||
}} | }} |