3,273,724
edits
(34) |
(6) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α <b>βλ.</b> [[προσδέω]] (II). | |mltxt=Α <b>βλ.</b> [[προσδέω]] (II). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσδέομαι:''' Δωρ. ποοτι-[[δεύομαι]], μέλ. <i>-δεήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εδεήθην</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι σε [[έλλειψη]], βρίσκομαι σε [[στέρηση]], ζητώ, [[απαιτώ]] [[επιπλέον]], <i>τινος</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἤν τι προσδέωμαι</i>, εάν είμαι εξ ολοκλήρου σε [[στέρηση]], σε Ξεν.· με απαρ., [[επιθυμώ]] [[επιπλέον]] να κάνω ένα [[πράγμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] απρόσ., = [[προσδεῖ]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρακαλώ]] ή ζητώ από κάποιον, <i>τί τινος</i>, σε Ηρόδ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[ικετεύω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], στον ίδ.· με γεν. προσ. και απαρ., [[παρακαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], στον ίδ. | |||
}} | }} |