3,273,592
edits
(35) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[συνθλίβω]], [[τσακίζω]], [[συντρίβω]] («νῆα... ῥαισέμεναι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[ναυάγιο]]<br /><b>3.</b> [[εξολοθρεύω]], [[εξαφανίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ῥαίομαι</i><br />καταβάλλομαι από τα παθήματα που [[υφίσταμαι]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ῥαιόμενος</i><br />[[ναυαγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ο [[φωνηεντισμός]] του ρ. θυμίζει τα: [[παίω]], [[πταίω]] ενώ έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[ῥαίω]] [[είναι]] [[προϊόν]] συμφυρμού τών ρ. [[ῥήγνυμι]] και [[παίω]]. Προβλήματα γεννά [[επίσης]] το -<i>σ</i>-τών συνθ. σε -<i>ραίστης</i> και τών ρηματ. επιθ. [[ῥαιστήρ]]/ [[ῥαίστωρ]], ενώ τα σύνθ. σε -<i>ραίστης</i> εμφανίζουν και [[μορφή]] -<i>ραϊστής</i> (<b>πρβλ.</b> [[θυμοραϊστής]]). Η [[δισυλλαβία]] [[μάλιστα]] -<i>ραϊ</i>- του -<i>ραι</i>- μαρτυρείται και στον μυκην. τ. <i>warawita</i> (= <i>FραFιτα</i> ή <i>FραFιστα</i>) ενώ και τα [[ίδια]] τα δεδομένα της Μυκηναϊκής γεννούν προβλήματα ως [[προς]] την [[παρουσία]] και [[απουσία]] αρκτικού <i>w</i>/<i>F</i> στους τ. <i>warawita</i> και <i>opiratere</i> (= <i>ὀπιραιστήρες</i>, <b>βλ. λ.</b> [[ῥαιστήρ]])]. | |mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[συνθλίβω]], [[τσακίζω]], [[συντρίβω]] («νῆα... ῥαισέμεναι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[ναυάγιο]]<br /><b>3.</b> [[εξολοθρεύω]], [[εξαφανίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ῥαίομαι</i><br />καταβάλλομαι από τα παθήματα που [[υφίσταμαι]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ῥαιόμενος</i><br />[[ναυαγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ο [[φωνηεντισμός]] του ρ. θυμίζει τα: [[παίω]], [[πταίω]] ενώ έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[ῥαίω]] [[είναι]] [[προϊόν]] συμφυρμού τών ρ. [[ῥήγνυμι]] και [[παίω]]. Προβλήματα γεννά [[επίσης]] το -<i>σ</i>-τών συνθ. σε -<i>ραίστης</i> και τών ρηματ. επιθ. [[ῥαιστήρ]]/ [[ῥαίστωρ]], ενώ τα σύνθ. σε -<i>ραίστης</i> εμφανίζουν και [[μορφή]] -<i>ραϊστής</i> (<b>πρβλ.</b> [[θυμοραϊστής]]). Η [[δισυλλαβία]] [[μάλιστα]] -<i>ραϊ</i>- του -<i>ραι</i>- μαρτυρείται και στον μυκην. τ. <i>warawita</i> (= <i>FραFιτα</i> ή <i>FραFιστα</i>) ενώ και τα [[ίδια]] τα δεδομένα της Μυκηναϊκής γεννούν προβλήματα ως [[προς]] την [[παρουσία]] και [[απουσία]] αρκτικού <i>w</i>/<i>F</i> στους τ. <i>warawita</i> και <i>opiratere</i> (= <i>ὀπιραιστήρες</i>, <b>βλ. λ.</b> [[ῥαιστήρ]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥαίω:''' ποιητ. γʹ ενικ. υποτ. [[ῥαίῃσι]], μέλ. <i>ῥαίσω</i>, Επικ. απαρ. [[ῥαισέμεναι]]· αόρ. αʹ <i>ἔρραισα</i>, υποτ. <i>ῥαίσῃ</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐρραίσθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σπάω]], [[θρυμματίζω]], [[κομματιάζω]], [[θραύω]], [[συντρίβω]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., <i>ῥαιόμενος</i>, ο [[ναυαγός]], στο ίδ.· [[φάσγανον]] ἐρραίσθη, κομματιάστηκε, συντρίφτηκε, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταστρέφω]]· Παθ., κατασυντρίβομαι, καταβάλλομαι, τσακίζομαι από τα παθήματά μου, σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |