3,274,313
edits
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και σκεδαννύω ΜΑ<br /><b>1.</b> [[σκορπίζω]], [[διασκορπίζω]], [[διασπείρω]] (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) [[διαλύω]] (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν... σκέδασον», Μηναί<br />β. «πάχνην... [[ἥλιος]] σκεδᾱ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]], [[επιτρέπω]] να διασκορπιστεί [[κάτι]] σε διάφορες κατευθύνσεις ([για την Πανδώρα] «χείρεσσι πίθου... πῶμ' ἀφελοῡσα ἐσκέδασ' ἀνθρώποισι δ' ἐμήσατο κήδεα λυγρά», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>σκεδάννυμαι</i> και <i>σκεδαννύομαι</i><br />α) (για τις ακτίνες του Ηλίου) διαχέομαι («πρὶν σκεδασθῆναι θεοῡ ἀκτῑνας», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) (για [[φήμη]] ή λόγο) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, κοινολογούμαι («ἐσκεδασμένου δὲ ἤδη τοῡ λόγου ἀνὰ τὴν πόλην ὡς τεθνεὼς εἴη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄψις]] ἐσκεδασμένη» — όραση, [[θέαση]] που δεν περιορίζεται σε ένα και μόνο [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[σκεδάννυμι]] ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>k</i>(<i>h</i>)<i>ed</i>- / (<i>s</i>)<i>k</i>(<i>h</i>)<i>e</i>-<i>n</i>-<i>d</i>- «[[σχίζω]], [[διασκορπίζω]]» (<b>πρβλ.</b> αβεστ. <i>sčandayeiti</i> «[[σπάζω]], [[καταστρέφω]]», αρχ. ινδ. <i>skhadate</i> «[[σχίζω]]», λιθουαν. <i>skederva</i> «[[θραύσμα]]», αγγλ. <i>scatter</i> «[[διασκορπίζω]]»). Αρχικός τ. ενεστ. [[είναι]] ο τ. [[σκίδνημι]], ενώ ο μτγν. τ. [[σκεδάννυμι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σκεδάσ</i>-<i>νυ</i>-<i>μι</i>) έχει σχηματιστεί από τον σιγματικό αόρ. <i>ἐ</i>-<i>σκέδασ</i>-<i>α</i> με ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>νυ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[κεράννυμι]]: <i>ἐκέρασα</i>, [[πετάννυμι]]: <i>ἐπέτασα</i>). Παρλλ. απαντούν και τύποι ενεστ. [[κεδάννυμι]], [[κίδναμαι]] (δεν [[είναι]], όμως, εύκολο να εξακριβωθεί η [[αρχαιότητα]] της εναλλαγής αυτής του αρκτικού <i>σκ</i>- / <i>κ</i>-), [[καθώς]] και τύποι αορ. <i>κεδάσσαι</i>, <i>κεδασθῆναι</i> (στον Όμ. για μετρικούς λόγους), απ' όπου προήλθαν οι μτγν. τ. ενεστ. [[κεδαίω]], <i>κεδαίομαι</i>]. | |mltxt=και σκεδαννύω ΜΑ<br /><b>1.</b> [[σκορπίζω]], [[διασκορπίζω]], [[διασπείρω]] (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) [[διαλύω]] (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν... σκέδασον», Μηναί<br />β. «πάχνην... [[ἥλιος]] σκεδᾱ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]], [[επιτρέπω]] να διασκορπιστεί [[κάτι]] σε διάφορες κατευθύνσεις ([για την Πανδώρα] «χείρεσσι πίθου... πῶμ' ἀφελοῡσα ἐσκέδασ' ἀνθρώποισι δ' ἐμήσατο κήδεα λυγρά», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>σκεδάννυμαι</i> και <i>σκεδαννύομαι</i><br />α) (για τις ακτίνες του Ηλίου) διαχέομαι («πρὶν σκεδασθῆναι θεοῡ ἀκτῑνας», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) (για [[φήμη]] ή λόγο) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, κοινολογούμαι («ἐσκεδασμένου δὲ ἤδη τοῡ λόγου ἀνὰ τὴν πόλην ὡς τεθνεὼς εἴη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄψις]] ἐσκεδασμένη» — όραση, [[θέαση]] που δεν περιορίζεται σε ένα και μόνο [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[σκεδάννυμι]] ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>k</i>(<i>h</i>)<i>ed</i>- / (<i>s</i>)<i>k</i>(<i>h</i>)<i>e</i>-<i>n</i>-<i>d</i>- «[[σχίζω]], [[διασκορπίζω]]» (<b>πρβλ.</b> αβεστ. <i>sčandayeiti</i> «[[σπάζω]], [[καταστρέφω]]», αρχ. ινδ. <i>skhadate</i> «[[σχίζω]]», λιθουαν. <i>skederva</i> «[[θραύσμα]]», αγγλ. <i>scatter</i> «[[διασκορπίζω]]»). Αρχικός τ. ενεστ. [[είναι]] ο τ. [[σκίδνημι]], ενώ ο μτγν. τ. [[σκεδάννυμι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σκεδάσ</i>-<i>νυ</i>-<i>μι</i>) έχει σχηματιστεί από τον σιγματικό αόρ. <i>ἐ</i>-<i>σκέδασ</i>-<i>α</i> με ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>νυ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[κεράννυμι]]: <i>ἐκέρασα</i>, [[πετάννυμι]]: <i>ἐπέτασα</i>). Παρλλ. απαντούν και τύποι ενεστ. [[κεδάννυμι]], [[κίδναμαι]] (δεν [[είναι]], όμως, εύκολο να εξακριβωθεί η [[αρχαιότητα]] της εναλλαγής αυτής του αρκτικού <i>σκ</i>- / <i>κ</i>-), [[καθώς]] και τύποι αορ. <i>κεδάσσαι</i>, <i>κεδασθῆναι</i> (στον Όμ. για μετρικούς λόγους), απ' όπου προήλθαν οι μτγν. τ. ενεστ. [[κεδαίω]], <i>κεδαίομαι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκεδάννυμι:''' μέλ. σκεδάσω [ᾰ], Αττ. [[σκεδῶ]]· αόρ. αʹ <i>ἐσκέδασα</i>, Επικ. <i>σκέδασα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐσκεδασάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>σκεδασθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκεδάσθην</i>, παρακ. <i>ἐσκέδασμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκορπίζω]], [[διασκορπίζω]], [[διασπείρω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, διασπείρομαι, διαχέομαι, λέγεται για ανθρώπους, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για τις ακτίνες του ηλίου, σε Αισχύλ.· λέγεται για [[λόγια]] ή [[φήμη]], διαδίδομαι [[παντού]], κοινολογούμαι, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |