σκολιόθριξ: Difference between revisions

6
(37)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[σγουρομάλλης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για φυτά) αυτός που έχει κατσαρά φύλλα («σκολιότριχος [[ἄνθος]] ἀκάνθης», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκολιός]] «[[καμπύλος]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>].
|mltxt=-τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[σγουρομάλλης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για φυτά) αυτός που έχει κατσαρά φύλλα («σκολιότριχος [[ἄνθος]] ἀκάνθης», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκολιός]] «[[καμπύλος]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκολιόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει σγουρά μαλλιά ή σγουρό [[φύλλωμα]], [[κατσαρός]], σε Ανθ.
}}
}}