στίβη: Difference between revisions

172 bytes added ,  31 December 2018
6
(38)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />παγωμένη πρωινή [[δροσιά]], [[πάχνη]] («μή μ' [[ἄμυδις]] [[στίβη]] τε κακὴ καὶ [[θῆλυς]] [[ἐέρση]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιβ</i>- του [[στείβω]] «[[πατώ]] με τα πόδια, [[πιέζω]]» [[αλλά]] εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό -<i>ῑ</i>-, πιθ. εκφραστικό (<b>πρβλ.</b> [[στῖφος]]). Η σημ. της λ. [[στίβη]] «παγωμένη πρωϊνή [[δροσιά]], [[πάχνη]]» που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την [[ακαμψία]] την οποία προκαλεί στα φυτά η παγωμένη πρωινή [[δροσιά]], όπως και η σημ. του επιθ. [[στιβαρός]] «[[συμπαγής]]» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του ρ. [[στείβω]] «[[συμπιέζω]], [[συμπυκνώνω]]»].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />το [[στίμμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>στῖβι</i>, με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />παγωμένη πρωινή [[δροσιά]], [[πάχνη]] («μή μ' [[ἄμυδις]] [[στίβη]] τε κακὴ καὶ [[θῆλυς]] [[ἐέρση]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιβ</i>- του [[στείβω]] «[[πατώ]] με τα πόδια, [[πιέζω]]» [[αλλά]] εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό -<i>ῑ</i>-, πιθ. εκφραστικό (<b>πρβλ.</b> [[στῖφος]]). Η σημ. της λ. [[στίβη]] «παγωμένη πρωϊνή [[δροσιά]], [[πάχνη]]» που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την [[ακαμψία]] την οποία προκαλεί στα φυτά η παγωμένη πρωινή [[δροσιά]], όπως και η σημ. του επιθ. [[στιβαρός]] «[[συμπαγής]]» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του ρ. [[στείβω]] «[[συμπιέζω]], [[συμπυκνώνω]]»].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />το [[στίμμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>στῖβι</i>, με [[αλλαγή]] γένους].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στίβη:''' [ῑ], ἡ ([[στείβω]];), παγωμένη [[δροσοσταλίδα]], [[πάχνη]], [[παγετός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}