σπεύδω: Difference between revisions

2,062 bytes added ,  31 December 2018
6
(38)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> κινούμαι [[γρήγορα]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] (α. «[[μόλις]] τον είδε, έσπευσε να τον προϋπαντήσει» β. «μὴ [[εἶναι]] [[ἔνθα]] [[πάλαι]] σπεύδομεν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «... [[ἔλαφος]]... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ' ἱδρώουσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[έτοιμος]] ψυχικά, [[προθυμοποιούμαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (α. «το [[ξέρω]] ότι θα σπεύσει να μέ βοηθήσει» β. «σπευδόμεναι δ' ἀφελεῑν τινα τάσδε μερίμνας», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «σπεύδειν δ' [[ὅττι]] τάχιστα [[πάλιν]] [[οἶκόνδε]] νέεσθαι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανυπομονώ]], δεν [[βλέπω]] την ώρα να [[κάνω]] [[κάτι]] (α. «μη σπεύδεις να συμφωνήσεις» β. «ἔσπευσεν τοῡ διατηρηθῆναι τὴν εὐφημίαν αὐτοῑς», <b>επιγρ.</b><br />γ. «[[μάλα]] σπεύδοντα μάχην ἐς κυδιάνειραν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>εσπευσμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που έγινε βιαστικά, [[απροετοίμαστος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σπεύδε βραδέως» — με προσεγμένη [[τακτική]] φτάνεις γρηγορότερα στον σκοπό σου<br /><b>μσν.</b><br />[[τρέχω]] να βοηθήσω («σπεῡσον, ἀπολλύμεθα ὑπὸ πλήθους πταισμάτων», Ακολ. Παρ. Καν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] ή [[προετοιμάζω]] [[κάτι]] με [[προθυμία]] («οἱ δὲ γάμον σπεύδουσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσπαθώ]], [[κοπιάζω]] για [[κάτι]] με [[προθυμία]] και ζήλο (α. «μηδὲν [[ἄγαν]] σπεύδειν», <b>Θέογν.</b><br />β. «σπεύδοντες τὰ μάλιστ' αὐτήν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] να γίνει [[κάτι]] [[γρήγορα]] («σπεύσατε... Τεῡκρον ἐν τάχει μολεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αγωνίζομαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («ὃν μὲν σπεύδοντα [[ἴδοι]] Δαναῶν ταχυπώλων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> ταράζομαι ψυχικά («[[τότε]] ἔσπευσαν ἡγεμόνες Ἐδώμ... ἔλαβεν αὐτοὺς [[τρόμος]]», ΠΔ)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐρεθίζω]]»<br /><b>7.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίρρ.) <i>σπεύδων</i><br />με [[σπουδή]], με [[προθυμία]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[ὅταν]] σπεύδη τις χὠ θεὸς συνάπτεται» — όταν βιάζεται [[κανείς]], κι ο [[θεός]] σπρώχνει τα πράγματα [[παραπέρα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σπεύδω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>eu</i>-<i>d</i>- «[[πιέζω]], [[κάνω]] [[κάτι]] με ζήλο, βιάζομαι» και συνδέεται με λιθουαν. <i>spausti</i>, <i>spaudžiu</i> «[[πιέζω]], [[συνθλίβω]], επείγομαι», <i>spauda</i> «[[πίεση]], [[σπουδή]]» (από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας), <i>sp</i><i>ū</i><i>da</i> «[[πίεση]]», <i>sp</i><i>ū</i><i>d</i><i>ě</i><i>ti</i> «[[είμαι]] πιεσμένος, βασανίζομαι» (από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]]). Η σημ. της ρίζας «[[πιέζω]], βιάζομαι» διευρύνθηκε στο παρ. [[σπονδή]], <i>το</i> οποίο, [[εκτός]] από τη σημ. «[[βιασύνη]], [[ζήλος]]», χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[προσοχή]], [[προσπάθεια]], [[επιμέλεια]], [[σοβαρότητα]]», από όπου και η σημ. «[[μελέτη]] επιστήμης, τέχνης κ.λπ.» (<b>πρβλ.</b> [[σπουδάζω]], [[σπουδαίος]], [[σπουδαστής]])].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> κινούμαι [[γρήγορα]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] (α. «[[μόλις]] τον είδε, έσπευσε να τον προϋπαντήσει» β. «μὴ [[εἶναι]] [[ἔνθα]] [[πάλαι]] σπεύδομεν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «... [[ἔλαφος]]... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ' ἱδρώουσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[έτοιμος]] ψυχικά, [[προθυμοποιούμαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (α. «το [[ξέρω]] ότι θα σπεύσει να μέ βοηθήσει» β. «σπευδόμεναι δ' ἀφελεῑν τινα τάσδε μερίμνας», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «σπεύδειν δ' [[ὅττι]] τάχιστα [[πάλιν]] [[οἶκόνδε]] νέεσθαι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανυπομονώ]], δεν [[βλέπω]] την ώρα να [[κάνω]] [[κάτι]] (α. «μη σπεύδεις να συμφωνήσεις» β. «ἔσπευσεν τοῡ διατηρηθῆναι τὴν εὐφημίαν αὐτοῑς», <b>επιγρ.</b><br />γ. «[[μάλα]] σπεύδοντα μάχην ἐς κυδιάνειραν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>εσπευσμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που έγινε βιαστικά, [[απροετοίμαστος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σπεύδε βραδέως» — με προσεγμένη [[τακτική]] φτάνεις γρηγορότερα στον σκοπό σου<br /><b>μσν.</b><br />[[τρέχω]] να βοηθήσω («σπεῡσον, ἀπολλύμεθα ὑπὸ πλήθους πταισμάτων», Ακολ. Παρ. Καν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] ή [[προετοιμάζω]] [[κάτι]] με [[προθυμία]] («οἱ δὲ γάμον σπεύδουσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσπαθώ]], [[κοπιάζω]] για [[κάτι]] με [[προθυμία]] και ζήλο (α. «μηδὲν [[ἄγαν]] σπεύδειν», <b>Θέογν.</b><br />β. «σπεύδοντες τὰ μάλιστ' αὐτήν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] να γίνει [[κάτι]] [[γρήγορα]] («σπεύσατε... Τεῡκρον ἐν τάχει μολεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αγωνίζομαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («ὃν μὲν σπεύδοντα [[ἴδοι]] Δαναῶν ταχυπώλων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> ταράζομαι ψυχικά («[[τότε]] ἔσπευσαν ἡγεμόνες Ἐδώμ... ἔλαβεν αὐτοὺς [[τρόμος]]», ΠΔ)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐρεθίζω]]»<br /><b>7.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίρρ.) <i>σπεύδων</i><br />με [[σπουδή]], με [[προθυμία]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[ὅταν]] σπεύδη τις χὠ θεὸς συνάπτεται» — όταν βιάζεται [[κανείς]], κι ο [[θεός]] σπρώχνει τα πράγματα [[παραπέρα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σπεύδω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>eu</i>-<i>d</i>- «[[πιέζω]], [[κάνω]] [[κάτι]] με ζήλο, βιάζομαι» και συνδέεται με λιθουαν. <i>spausti</i>, <i>spaudžiu</i> «[[πιέζω]], [[συνθλίβω]], επείγομαι», <i>spauda</i> «[[πίεση]], [[σπουδή]]» (από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας), <i>sp</i><i>ū</i><i>da</i> «[[πίεση]]», <i>sp</i><i>ū</i><i>d</i><i>ě</i><i>ti</i> «[[είμαι]] πιεσμένος, βασανίζομαι» (από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]]). Η σημ. της ρίζας «[[πιέζω]], βιάζομαι» διευρύνθηκε στο παρ. [[σπονδή]], <i>το</i> οποίο, [[εκτός]] από τη σημ. «[[βιασύνη]], [[ζήλος]]», χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[προσοχή]], [[προσπάθεια]], [[επιμέλεια]], [[σοβαρότητα]]», από όπου και η σημ. «[[μελέτη]] επιστήμης, τέχνης κ.λπ.» (<b>πρβλ.</b> [[σπουδάζω]], [[σπουδαίος]], [[σπουδαστής]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπεύδω:''' Επικ. απαρ. <i>σπενδέμεν</i>· μέλ. <i>σπεύσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔσπευσα</i>, Επικ. <i>σπεῦσα</i>, Επικ. αʹ πληθ. υποτ. [[σπεύσομεν]] αντί <i>σπεύσωμεν</i>· παρακ. <i>ἔσπευκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>σπεύσομαι</i> — Παθ., παρακ. <i>ἔσπευσμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> μτβ., [[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]], [[κατεπείγω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, [[αναζητώ]] με [[προθυμία]], [[αγωνίζομαι]], [[προσπαθώ]] για [[κάτι]], σε Θέογν.· [[εκτελώ]] [[κάτι]] με ζήλο, [[επισπεύδω]] ή [[επιταχύνω]], σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ. — Παθ., είμαι εσπευσμένος, [[βιαστικός]], επείγομαι, βιάζομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. και απαρ., σπεύσατε Τεῦκρον [[μολεῖν]], πιέστε τον να έλθει [[γρήγορα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[σπεύδω]], βιάζομαι, [[προσπαθώ]], [[αγωνίζομαι]] με [[προθυμία]] ή με [[αδημονία]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· <i>ὡς σὺ σπεύδεις</i>, όπως εσύ επιμένεις, ερίζεις, σε Πλάτ.· μτχ. <i>σπεύδων</i> ως επίρρ., βιαστικά, βεβιασμένα, [[πρόθυμα]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., είμαι [[πρόθυμος]] να κάνω [[κάτι]], σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., <i>σπευδόμεναι ἀφελεῖν</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ. και απαρ., είμαι [[πρόθυμος]], [[αδημονώ]] να..., σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}