3,274,399
edits
(40) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αινα, -αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και [[τάλας]] Α<br />[[άξιος]] λύπης, [[δυστυχής]], [[ταλαίπωρος]] («οἴ 'γὼ [[τάλαινα]] συμφορᾱς κακῆς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με κακή σημ.) [[άθλιος]], [[ελεεινός]] (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ [[τάλας]]», Πρόδρ.<br />β. «ἔξελθε [[θύραζε]], [[τάλαν]], και δαιτὸς ὄνησο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην κλητ.) [[τάλαν]]<br />(ως θωπευτική [[προσφώνηση]]) κακόμοιρε!<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Τάλας</i><br />[[ονομασία]] αστερισμού που ανατέλλει [[μαζί]] με τον αστερισμό του Τοξότη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[τάλας]] [[μαζί]] με τις λ. [[τάλαντον]], [[τάλαρος]], [[ταλαός]], [[τελαμών]], [[τέλλω]], [[τέλος]], [[τόλμη]], [[τλητός]], [[τλήμων]] απαρτίζουν μια [[οικογένεια]] λ., η οποία μπορεί να αναχθεί σε μια ΙΕ [[ρίζα]] με σημ. «[[σηκώνω]], [[ζυγίζω]], [[μεταφέρω]], [[υπομένω]], [[υποφέρω]]», η οποία απαντά και ως μονοσύλλαβη <i>tel</i>- (<b>πρβλ.</b> [[τέλλω]], [[τόλμη]]) και ως δισύλλαβη <i>tel</i><i>ā</i>-. Ο τ. [[τάλας]] ανάγεται στη δισύλλαβη [[μορφή]] της ρίζας με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα και έχει, [[κατά]] μία [[άποψη]], σχηματιστεί από τ. <i>ταλα</i>-<i>ντ</i>-<i>ς</i> ([[κατά]] τις μτχ. σε -<i>ντ</i>-, [[πρβλ]] δοτ. <i>τάλαντι</i>) πέρασε, όμως, στην [[κλίση]] σε -<i>ας</i>, -<i>ανος</i> από αναλογική [[επίδραση]] του επιθ. <i>μέλᾱς</i> [[οπότε]] ερμηνεύεται και ο τ. <i>τάλᾱς</i> με μακρό το δεύτερο [[φωνήεν]]. Στην [[ίδια]] [[μορφή]] της ρίζας <i>τăλă</i>- ανάγονται [[επίσης]] οι τ. [[τάλαντον]], [[τάλαρος]], [[ταλαός]], τα σύνθ. με <i>ταλα</i>- / <i>ταλασι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ταλά</i>-<i>φρων</i>, <i>ταλασί</i>-<i>φρων</i>) [[καθώς]] και [[ένας]] επικ. τ. αορ. <i>ταλά</i>-<i>οσαι</i>. Ο [[συνήθης]] τ. αορ. <i>ἔ</i>-<i>τλη</i>-<i>ν</i> / <i>ἔ</i>-<i>τλα</i>-<i>ν</i> (πιθ. [[κατά]] το <i>ἔστην</i>), το ρηματ. επίθ. [[τλητός]], οι τ. [[τλήμων]], [[τλῆσις]] και κάποιοι σύνθ. τ., όπως <i>τλή</i>-<i>θυμος</i>, <i>τλησι</i>-<i>κάρδίος</i>, <i>πολύ</i>-<i>τλᾱς</i> εμφανίζουν μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] της ρίζας <i>τελᾶ</i>-, ενώ ο τ. παρακμ. <i>τέτλă</i>-<i>μεν</i> έχει μηδενισμένο το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο [[φωνήεν]]. Η λ. <i>τελăμών</i>, [[τέλος]], και [[ένας]] τ. αορ. <i>τελăσσαι</i> έχουν προέλθει από τη [[ρίζα]] <i>τελă</i>- με απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο [[φωνήεν]]. Στην [[ίδια]] ΙΕ [[ρίζα]] ανάγονται και τ. άλλων γλωσσών, όπως: λατ. <i>tollo</i> «[[σηκώνω]]», αρχ. ινδ. <i>tul</i><i>ā</i> «[[ζυγαριά]]», αρχ. άνω γερμ. <i>dol</i><i>ē</i><i>n</i> «[[υποφέρω]], [[υπομένω]]», γοτθ. <i>tl</i><i>ā</i><i>wd</i> «[[φτωχός]]». Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι στην Ελληνική οι περισσότεροι τ. εμφανίζουν τη μτφ. σημ. «[[υπομένω]], [[υποφέρω]]» (<b>πρβλ.</b> [[τάλας]], [[ταλάφρων]], [[ταλαός]], [[τλήμων]]), ενώ την κυριολεκτική σημ. «[[σηκώνω]], [[ζυγίζω]]» διατηρούν μόνο οι τ. [[τάλαντον]], [[τάλαρος]]]. | |mltxt=-αινα, -αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και [[τάλας]] Α<br />[[άξιος]] λύπης, [[δυστυχής]], [[ταλαίπωρος]] («οἴ 'γὼ [[τάλαινα]] συμφορᾱς κακῆς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με κακή σημ.) [[άθλιος]], [[ελεεινός]] (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ [[τάλας]]», Πρόδρ.<br />β. «ἔξελθε [[θύραζε]], [[τάλαν]], και δαιτὸς ὄνησο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην κλητ.) [[τάλαν]]<br />(ως θωπευτική [[προσφώνηση]]) κακόμοιρε!<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Τάλας</i><br />[[ονομασία]] αστερισμού που ανατέλλει [[μαζί]] με τον αστερισμό του Τοξότη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[τάλας]] [[μαζί]] με τις λ. [[τάλαντον]], [[τάλαρος]], [[ταλαός]], [[τελαμών]], [[τέλλω]], [[τέλος]], [[τόλμη]], [[τλητός]], [[τλήμων]] απαρτίζουν μια [[οικογένεια]] λ., η οποία μπορεί να αναχθεί σε μια ΙΕ [[ρίζα]] με σημ. «[[σηκώνω]], [[ζυγίζω]], [[μεταφέρω]], [[υπομένω]], [[υποφέρω]]», η οποία απαντά και ως μονοσύλλαβη <i>tel</i>- (<b>πρβλ.</b> [[τέλλω]], [[τόλμη]]) και ως δισύλλαβη <i>tel</i><i>ā</i>-. Ο τ. [[τάλας]] ανάγεται στη δισύλλαβη [[μορφή]] της ρίζας με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα και έχει, [[κατά]] μία [[άποψη]], σχηματιστεί από τ. <i>ταλα</i>-<i>ντ</i>-<i>ς</i> ([[κατά]] τις μτχ. σε -<i>ντ</i>-, [[πρβλ]] δοτ. <i>τάλαντι</i>) πέρασε, όμως, στην [[κλίση]] σε -<i>ας</i>, -<i>ανος</i> από αναλογική [[επίδραση]] του επιθ. <i>μέλᾱς</i> [[οπότε]] ερμηνεύεται και ο τ. <i>τάλᾱς</i> με μακρό το δεύτερο [[φωνήεν]]. Στην [[ίδια]] [[μορφή]] της ρίζας <i>τăλă</i>- ανάγονται [[επίσης]] οι τ. [[τάλαντον]], [[τάλαρος]], [[ταλαός]], τα σύνθ. με <i>ταλα</i>- / <i>ταλασι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ταλά</i>-<i>φρων</i>, <i>ταλασί</i>-<i>φρων</i>) [[καθώς]] και [[ένας]] επικ. τ. αορ. <i>ταλά</i>-<i>οσαι</i>. Ο [[συνήθης]] τ. αορ. <i>ἔ</i>-<i>τλη</i>-<i>ν</i> / <i>ἔ</i>-<i>τλα</i>-<i>ν</i> (πιθ. [[κατά]] το <i>ἔστην</i>), το ρηματ. επίθ. [[τλητός]], οι τ. [[τλήμων]], [[τλῆσις]] και κάποιοι σύνθ. τ., όπως <i>τλή</i>-<i>θυμος</i>, <i>τλησι</i>-<i>κάρδίος</i>, <i>πολύ</i>-<i>τλᾱς</i> εμφανίζουν μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] της ρίζας <i>τελᾶ</i>-, ενώ ο τ. παρακμ. <i>τέτλă</i>-<i>μεν</i> έχει μηδενισμένο το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο [[φωνήεν]]. Η λ. <i>τελăμών</i>, [[τέλος]], και [[ένας]] τ. αορ. <i>τελăσσαι</i> έχουν προέλθει από τη [[ρίζα]] <i>τελă</i>- με απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο [[φωνήεν]]. Στην [[ίδια]] ΙΕ [[ρίζα]] ανάγονται και τ. άλλων γλωσσών, όπως: λατ. <i>tollo</i> «[[σηκώνω]]», αρχ. ινδ. <i>tul</i><i>ā</i> «[[ζυγαριά]]», αρχ. άνω γερμ. <i>dol</i><i>ē</i><i>n</i> «[[υποφέρω]], [[υπομένω]]», γοτθ. <i>tl</i><i>ā</i><i>wd</i> «[[φτωχός]]». Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι στην Ελληνική οι περισσότεροι τ. εμφανίζουν τη μτφ. σημ. «[[υπομένω]], [[υποφέρω]]» (<b>πρβλ.</b> [[τάλας]], [[ταλάφρων]], [[ταλαός]], [[τλήμων]]), ενώ την κυριολεκτική σημ. «[[σηκώνω]], [[ζυγίζω]]» διατηρούν μόνο οι τ. [[τάλαντον]], [[τάλαρος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τάλᾱς:''' [[τάλαινα]] (επίσης [[τάλας]]), [[τάλαν]] (όπως το [[μέλας]])· γεν. <i>τάλᾰνος</i>, <i>-αίνης</i>, <i>-ανος</i>· κλητ. [[τάλας]] ή [[τάλαν]] (*[[τλάω]]) · αυτός που υποφέρει, [[δυστυχής]], [[ταλαίπωρος]], Λατ. [[miser]], σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· ὦ [[τάλας]] [[ἐγώ]], σε Σοφ.· ὦ τάλαιν' [[ἐγώ]], σε Αισχύλ.· ὦ [[τάλαν]], σε Σοφ.· με γεν. της αιτίας, <i>τάλαιν' ἐγὼ τῆς ὕβρεως</i>, [[δυστυχής]] που είμαι γι' αυτή μου την [[αυθάδεια]], σε Αριστοφ.· με αρνητική [[σημασία]], [[τάλαν]] = άθλιε! σε Ομήρ. Οδ.· συγκρ. <i>τᾰλάντερος</i>, <i>-α</i>, <i>-ον</i>· υπερθ. <i>τᾰλάντατος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Αριστοφ. (<i>τᾰλᾶς</i>· Δωρ. επίσης <i>τᾰλᾰς</i>· κλητ. <i>τάλᾰν</i>). | |||
}} | }} |