3,274,246
edits
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δ.τ. [[τευτάσσω]] Α- 1. [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά ή [[συνεχώς]] με [[κάτι]], [[καταγίνομαι]] («οὐ χρὴ ἡμᾱς περὶ τὰ μὴ ἀναγκαῑα τευτάζειν», Ωριγ.)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) παραγέλλω σε κάποιον επανειλημμένως να κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] του ρ. <i>τευμῶμαι</i>, [[κατά]] τα ρ. σε -<i>τάω</i>, -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[βαστάζω]], [[ῥιπτάζω]])]. | |mltxt=και δ.τ. [[τευτάσσω]] Α- 1. [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά ή [[συνεχώς]] με [[κάτι]], [[καταγίνομαι]] («οὐ χρὴ ἡμᾱς περὶ τὰ μὴ ἀναγκαῑα τευτάζειν», Ωριγ.)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) παραγέλλω σε κάποιον επανειλημμένως να κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] του ρ. <i>τευμῶμαι</i>, [[κατά]] τα ρ. σε -<i>τάω</i>, -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[βαστάζω]], [[ῥιπτάζω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τευτάζω:''' μέλ. <i>τευτάσω</i>, παρακ. <i>τετεύτακα</i>· αντί [[ταὐτάζω]], λέω ή κάνω το ίδιο [[πράγμα]], [[τευτάζω]] [[περί]] τι, [[καταγίγνομαι]] με [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά με αυτό, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |