3,274,399
edits
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[στέκομαι]] ψηλότερα από τους άλλους, [[προεξέχω]] [[πάνω]] από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ.<br />β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φουσκωμένος, [[φαντασμένος]] («ταῶς ὑπερανεστηκώς» — φουσκωμένο [[παγώνι]], Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ ὑπερανεστηκός</i><br />η [[έπαρση]], η [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνίσταμαι</i> «σηκώνομαι, υψώνομαι»]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[στέκομαι]] ψηλότερα από τους άλλους, [[προεξέχω]] [[πάνω]] από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ.<br />β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φουσκωμένος, [[φαντασμένος]] («ταῶς ὑπερανεστηκώς» — φουσκωμένο [[παγώνι]], Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ ὑπερανεστηκός</i><br />η [[έπαρση]], η [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνίσταμαι</i> «σηκώνομαι, υψώνομαι»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερανίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[στέκομαι]] όρθιος ή [[προεξέχω]] [[επάνω]] από, σε Λουκ. | |||
}} | }} |