3,274,399
edits
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[προσωνυμία]] αρπακτικών ζώων και [[κυρίως]] του λιονταριού, που οφείλεται στην σπινθηροβόλα, απαστράπτουσα άγρια [[λάμψη]] τών ματιών του ζώου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. συντμ. τ. της λ. [[χαροπός]] / [[χαρωπός]], [[κατά]] μία [[άποψη]] σχηματισμένος κατ' [[επίδραση]] της λ. [[αἴθων]]. | |mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[προσωνυμία]] αρπακτικών ζώων και [[κυρίως]] του λιονταριού, που οφείλεται στην σπινθηροβόλα, απαστράπτουσα άγρια [[λάμψη]] τών ματιών του ζώου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. συντμ. τ. της λ. [[χαροπός]] / [[χαρωπός]], [[κατά]] μία [[άποψη]] σχηματισμένος κατ' [[επίδραση]] της λ. [[αἴθων]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χάρων:''' [ᾰ], -ωνος, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί [[χαροπός]], από όπου, ως κύριο όνομα, [[Χάρων]], ο [[πορθμέας]] της Στύγας, από τα λαμπερά και άγρια μάτια του, σε Ευρ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |