χήρειος: Difference between revisions

6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εία, -ον, και επικ. τ. χηρήιος, -ΐα, -ον, Α [[χήρα]]<br />αυτός που χηρεύει («λέκτροις χηρείοις», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=-εία, -ον, και επικ. τ. χηρήιος, -ΐα, -ον, Α [[χήρα]]<br />αυτός που χηρεύει («λέκτροις χηρείοις», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χήρειος:''' -α, -ον ([[χήρα]]), χηρευμένος, σε Ανθ.
}}
}}