φρέαρ: Difference between revisions

501 bytes added ,  31 December 2018
6
(45)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, -είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, -ητός, Α<br />βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την [[άντληση]] νερού, [[πηγάδι]] («[[οὔτε]] [[ἄντλημα]] ἔχεις καὶ τὸ [[φρέαρ]] ἐστὶ βαθύ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε [[κοίτασμα]] μετάλλου ή ορυκτού (α. «[[φρέαρ]] ορυχείου» β. «[[φρέαρ]] άντλησης πετρελαίου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αρτεσιανό [[φρέαρ]]» — [[πηγάδι]] που ανοίγεται με [[γεώτρηση]] ή [[σκάψιμο]] [[μέχρι]] το υδροφόρο [[στρώμα]], [[έτσι]] ώστε να δοθεί [[διέξοδος]] στο [[νερό]] που βρίσκεται υπό [[πίεση]] και το οποίο αναβλύζει [[χωρίς]] [[άντληση]]<br />β) «[[φρέαρ]] δυναμικού»<br /><b>φυσ.</b> η [[διαμόρφωση]] της κατανομής του ηλεκτρικού δυναμικού [[γύρω]] από ένα ηλεκτρικώς φορτισμένο [[σώμα]], λ.χ. έναν ατομικό [[πυρήνα]], με τη [[μορφή]] πηγαδιού με υπερυψωμένα χείλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όρυγμα, [[λάκκος]] («τίνος ὑμῶν υἱὸς ἤ [[βοῦς]] εἰς [[φρέαρ]] ἐμπεσεῑται», ΚΔ)<br /><b>2.</b> μεγάλο [[χάσμα]] στη γη («καὶ ἤνοιξε τὸ [[φρέαρ]] τῆς ἀβύσσου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δεξαμενή]] νερού<br /><b>4.</b> [[αγγείο]] για το [[λάδι]] («τὸ [[φρέαρ]] δ' ἐλαίου μεστόν», Αριοτοφ.)<br /><b>5.</b> μεγάλο [[ποτήρι]] («καὶ πίνει ἐξ ἀργυροῦ φρέατος», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσχερής]] [[θέση]] («εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν ὑπὸ ἀπειρίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἡ περὶ τὸ [[φρέαρ]] [[ὄρχησις]]» — λέγεται για ανθρώπους που βρίσκονται στα πρόθυρα καταστροφής, στο [[χείλος]] του γκρεμού (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>φρέ</i>-<i>αρ</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhr</i>-<i>ē</i><i>w</i>-, [[άλλη]] [[μορφή]] —με [[παρέκταση]] -<i>w</i>- και [[έκταση]] του φωνήεντος -<i>e</i>- της ρίζας <i>bher</i>- «κινούμαι ορμητικά, [[αναβράζω]], [[κοχλάζω]]» (<b>πρβλ.</b> και τη [[μορφή]] <i>bher</i>-<i>w</i>-, από όπου το λατ. <i>ferveo</i> «[[βράζω]]» και, [[κατά]] μία [[άποψη]], τα ρ. [[φύρω]], [[φορύνω]]) και εμφανίζει μια χαρακτηριστική σημασιολογική [[εξέλιξη]] από τη σημ. «[[νερό]] που αναβράζει» στη σημ. «[[πηγή]] νερού, [[πηγάδι]]». Από μορφολογική [[άποψη]], ο τ. <i>φρέ</i>-<i>αρ</i> έχει προέλθει από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>bhr</i><i>ē</i><i>w</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>φρῆF</i>-) με το [[επίθημα]] –<i>r</i> στη συνεσταλμένη του [[μορφή]] -<i>r</i>- (&GT; -<i>αρ</i>, <b>πρβλ.</b> <i>στέ</i>-<i>αρ</i> με τον [[εξής]] τρόπο: <i>bhr</i><i>ē</i><i>w</i>-<i>r</i>&GT; <i>φρῆF</i>- <i>ăρ</i> &GT; <i>φρέ</i>-<i>ᾱρ</i> (με [[αντιμεταχώρηση]], <b>πρβλ.</b> [[λεώς]] <span style="color: red;"><</span> [[ληός]] / <i>λᾱός</i>). Ο επ. τ. [[φρεῖαρ]], εξάλλου, προήλθε από τον τ. <i>φρηFᾰρ</i> με [[βράχυνση]] του μακρού φωνήεντος -<i>η</i>- [[μπροστά]] από [[άλλο]] [[φωνήεν]] [[μετά]] τη σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἱερ</i>-<i>ηF</i>-<i>ιον</i> &GT; [[ἱερήϊον]] &GT; <i>ἱερέϊον</i>) και την [[ανάπτυξη]] του -<i>ι</i>- για μετρ. λόγους, ενώ ο δωρ. τ. <i>φρῆρ</i> εμφανίζει [[συναίρεση]] τών -<i>εα</i>- όπως και οι τ.: γεν. <i>φρητός</i>, δοτ. <i>φρητί</i>, ονομ. πληθ. <i>φρῆτα</i>. Αντίστοιχος με τη λ. [[φρέαρ]] και με παρόμοιο τρόπο σχηματισμένος [[είναι]] ο αρμ. τ. <i>atbiwr</i> «[[πηγή]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>a</i>-<i>tb</i>- <span style="color: red;"><</span> -<i>a</i>-<i>rb</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>br</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>bhr</i><i>ē</i><i>w</i>[[a]]<i>r</i>-), ενώ από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhru</i>- της ρίζας και με [[επίθημα]] σε -<i>n</i>- (γνωστή [[είναι]] η [[εναλλαγή]] στα επιθήματα -<i>r</i> / <i>n</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ὕπνος]]: <i>ὗπαρ</i>) έχουν σχηματιστεί τα: γοτθ. <i>brunna</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>brunno</i> «[[πηγή]], [[πηγάδι]]» (<b>πρβλ.</b> και το νεώτερο γερμ. <i>Brunnen</i>). Τέλος, στην [[ίδια]] [[μορφή]] ρίζας <i>bhru</i> ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], το ρ. [[φρυάσσομαι]]].
|mltxt=-ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, -είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, -ητός, Α<br />βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την [[άντληση]] νερού, [[πηγάδι]] («[[οὔτε]] [[ἄντλημα]] ἔχεις καὶ τὸ [[φρέαρ]] ἐστὶ βαθύ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε [[κοίτασμα]] μετάλλου ή ορυκτού (α. «[[φρέαρ]] ορυχείου» β. «[[φρέαρ]] άντλησης πετρελαίου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αρτεσιανό [[φρέαρ]]» — [[πηγάδι]] που ανοίγεται με [[γεώτρηση]] ή [[σκάψιμο]] [[μέχρι]] το υδροφόρο [[στρώμα]], [[έτσι]] ώστε να δοθεί [[διέξοδος]] στο [[νερό]] που βρίσκεται υπό [[πίεση]] και το οποίο αναβλύζει [[χωρίς]] [[άντληση]]<br />β) «[[φρέαρ]] δυναμικού»<br /><b>φυσ.</b> η [[διαμόρφωση]] της κατανομής του ηλεκτρικού δυναμικού [[γύρω]] από ένα ηλεκτρικώς φορτισμένο [[σώμα]], λ.χ. έναν ατομικό [[πυρήνα]], με τη [[μορφή]] πηγαδιού με υπερυψωμένα χείλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όρυγμα, [[λάκκος]] («τίνος ὑμῶν υἱὸς ἤ [[βοῦς]] εἰς [[φρέαρ]] ἐμπεσεῑται», ΚΔ)<br /><b>2.</b> μεγάλο [[χάσμα]] στη γη («καὶ ἤνοιξε τὸ [[φρέαρ]] τῆς ἀβύσσου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δεξαμενή]] νερού<br /><b>4.</b> [[αγγείο]] για το [[λάδι]] («τὸ [[φρέαρ]] δ' ἐλαίου μεστόν», Αριοτοφ.)<br /><b>5.</b> μεγάλο [[ποτήρι]] («καὶ πίνει ἐξ ἀργυροῦ φρέατος», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσχερής]] [[θέση]] («εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν ὑπὸ ἀπειρίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἡ περὶ τὸ [[φρέαρ]] [[ὄρχησις]]» — λέγεται για ανθρώπους που βρίσκονται στα πρόθυρα καταστροφής, στο [[χείλος]] του γκρεμού (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>φρέ</i>-<i>αρ</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhr</i>-<i>ē</i><i>w</i>-, [[άλλη]] [[μορφή]] —με [[παρέκταση]] -<i>w</i>- και [[έκταση]] του φωνήεντος -<i>e</i>- της ρίζας <i>bher</i>- «κινούμαι ορμητικά, [[αναβράζω]], [[κοχλάζω]]» (<b>πρβλ.</b> και τη [[μορφή]] <i>bher</i>-<i>w</i>-, από όπου το λατ. <i>ferveo</i> «[[βράζω]]» και, [[κατά]] μία [[άποψη]], τα ρ. [[φύρω]], [[φορύνω]]) και εμφανίζει μια χαρακτηριστική σημασιολογική [[εξέλιξη]] από τη σημ. «[[νερό]] που αναβράζει» στη σημ. «[[πηγή]] νερού, [[πηγάδι]]». Από μορφολογική [[άποψη]], ο τ. <i>φρέ</i>-<i>αρ</i> έχει προέλθει από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>bhr</i><i>ē</i><i>w</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>φρῆF</i>-) με το [[επίθημα]] –<i>r</i> στη συνεσταλμένη του [[μορφή]] -<i>r</i>- (&GT; -<i>αρ</i>, <b>πρβλ.</b> <i>στέ</i>-<i>αρ</i> με τον [[εξής]] τρόπο: <i>bhr</i><i>ē</i><i>w</i>-<i>r</i>&GT; <i>φρῆF</i>- <i>ăρ</i> &GT; <i>φρέ</i>-<i>ᾱρ</i> (με [[αντιμεταχώρηση]], <b>πρβλ.</b> [[λεώς]] <span style="color: red;"><</span> [[ληός]] / <i>λᾱός</i>). Ο επ. τ. [[φρεῖαρ]], εξάλλου, προήλθε από τον τ. <i>φρηFᾰρ</i> με [[βράχυνση]] του μακρού φωνήεντος -<i>η</i>- [[μπροστά]] από [[άλλο]] [[φωνήεν]] [[μετά]] τη σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἱερ</i>-<i>ηF</i>-<i>ιον</i> &GT; [[ἱερήϊον]] &GT; <i>ἱερέϊον</i>) και την [[ανάπτυξη]] του -<i>ι</i>- για μετρ. λόγους, ενώ ο δωρ. τ. <i>φρῆρ</i> εμφανίζει [[συναίρεση]] τών -<i>εα</i>- όπως και οι τ.: γεν. <i>φρητός</i>, δοτ. <i>φρητί</i>, ονομ. πληθ. <i>φρῆτα</i>. Αντίστοιχος με τη λ. [[φρέαρ]] και με παρόμοιο τρόπο σχηματισμένος [[είναι]] ο αρμ. τ. <i>atbiwr</i> «[[πηγή]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>a</i>-<i>tb</i>- <span style="color: red;"><</span> -<i>a</i>-<i>rb</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>br</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>bhr</i><i>ē</i><i>w</i>[[a]]<i>r</i>-), ενώ από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhru</i>- της ρίζας και με [[επίθημα]] σε -<i>n</i>- (γνωστή [[είναι]] η [[εναλλαγή]] στα επιθήματα -<i>r</i> / <i>n</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ὕπνος]]: <i>ὗπαρ</i>) έχουν σχηματιστεί τα: γοτθ. <i>brunna</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>brunno</i> «[[πηγή]], [[πηγάδι]]» (<b>πρβλ.</b> και το νεώτερο γερμ. <i>Brunnen</i>). Τέλος, στην [[ίδια]] [[μορφή]] ρίζας <i>bhru</i> ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], το ρ. [[φρυάσσομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φρέαρ:''' επικ. [[φρεῖαρ]], τό, γεν. <i>φρέᾱτος</i>, Επικ. πληθ. <i>φρείᾰτα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[πηγή]] νερού (διακρινόμενη από την [[κρήνη]], [[νερό]] πηγής), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δεξαμενή]], στέρνα, [[πηγάδι]], Λατ. [[puteus]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[σκεύος]] για [[λάδι]], σε Αριστοφ.
}}
}}