ψιλικός: Difference between revisions

6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ψιλός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ελαφρά]] οπλισμένο στρατιώτη<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον εν. ή πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ ψιλικόν</i> ή <i>τὰ [[ψιλικά]]<br />οι [[ελαφρά]] οπλισμένοι στρατιώτες.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ψιλός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ελαφρά]] οπλισμένο στρατιώτη<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον εν. ή πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ ψιλικόν</i> ή <i>τὰ [[ψιλικά]]<br />οι [[ελαφρά]] οπλισμένοι στρατιώτες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψῑλῐκός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για [[ελαφρώς]] οπλισμένο στρατιώτη ([[ψιλός]])· <i>τὰ [[ψιλικά]] = οἱ ψιλοί</i>, οι [[ελαφρώς]] οπλισμένες ομάδες στρατιωτών, σε Λουκ.
}}
}}