διαμηχανάομαι: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμηχᾰνάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[εφευρίσκω]], [[μηχανεύομαι]], [[κατορθώνω]], [[επινοώ]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''διαμηχᾰνάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[εφευρίσκω]], [[μηχανεύομαι]], [[κατορθώνω]], [[επινοώ]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμηχᾰνάομαι:''' постоянно затевать, усиленно выдумывать, изобретать всяческие способы (ποιεῖν τι Plat., Plut.): διαμηχανήσομαι [[ὅπως]] ἂν … Arph. я уж устрою так, чтобы ….
}}
}}