βάλλω: Difference between revisions

6,843 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βάλλω:''' (√<i>ΒΑΛ</i>), μέλ. <i>βᾰλῶ</i>, Ιων. [[βαλέω]], σπάνια <i>βαλλήσω</i>· αόρ. βʹ [[ἔβαλον]], Ιων. απαρ. [[βαλέειν]]· παρακ. [[βέβληκα]]· υπερσ. [[ἐβεβλήκειν]], Επικ. <i>βεβλήκειν</i>· Μέσ. γʹ ενικ. Ιων. παρατ. [[βαλλέσκετο]]· μέλ. <i>βᾰλοῦμαι</i>· αόρ. βʹ <i>ἐβαλόμην</i>, Ιων. προστ. [[βαλεῦ]]· Παθ. μέλ. [[βληθήσομαι]] και <i>βεβλήσομαι</i>· Παθ. αόρ. [[ἐβλήθην]]· στον Όμηρ. υπάρχει [[ένας]] συγκεκ. [[τύπος]] γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. [[ἔβλητο]], υποτ. [[βλήεται]] (αντί <i>βλῆται</i>), βʹ ενικ. ευκτ. [[βλῇο]] ή [[βλεῖο]]· απαρ. [[βλῆσθαι]]· μτχ. [[βλήμενος]]· Παθ. παρακ. [[βέβλημαι]], Ιων. γʹ πληθ. [[βεβλήαται]]· Παθ. υπερσ. [[ἐβεβλήμην]], Ιων. γʹ πληθ. <i>ἐβεβλήατο</i>. Α. Ενεργ., [[ρίχνω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. προσ. ή πράγμ., [[ρίχνω]] με στόχο να χτυπήσω, [[χτυπώ]] κάποιον με οποιοδήποτε [[βλήμα]], αντίθ. προς τα ρ. που σημαίνουν «[[χτυπώ]] ενώ έχω το όπλο στο [[χέρι]]» ([[τύπτω]], [[οὐτάω]]), [[βλήμενος]] ἠὲ τυπείς, σε Ομήρ. Ιλ.· με [[διπλή]] αιτ. προσ. και μέρους, μιν [[βάλε]] μηρὸν ὀϊστῷ, στο ίδ.· με προστιθέμενο σύστ. αντ., [[ἕλκος]], τό μιν [[βάλε]], [[πληγή]], [[τραύμα]] το οποίο αυτός του δημιούργησε, στο ίδ.· επίσης, [[βάλε]] κατ' ἀσπίδα, χτύπησε [[επάνω]] στην [[ασπίδα]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>ἡνίοχον ῥαθάμιγγες ἔβαλλον</i>, στο ίδ.· χρησιμοποιείται για τον ήλιο, <i>ἀκτῖσιν ἔβαλλεν</i> (<i>χθόνα</i>), σε Ομήρ. Οδ.· [[προσβάλλω]] τις αισθήσεις, λέγεται για τον ήχο, [[κτύπος]] [[οὔατα]] βάλλει, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[βάλλω]] τινὰ κακοῖς, <i>φθόνῳ</i>, <i>ψόγῳ</i>, [[πλήττω]] κάποιον με ονειδισμούς, σε Σοφ. κ.α.· [[φθόνος]] βάλλει τινά, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. του όπλου που χρησιμοποιείται προς [[ρίψη]], [[ρίχνω]], [[εξακοντίζω]], βαλὼν [[βέλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν νηυσὶν [[πῦρ]] βάλλειν, στο ίδ.· με δοτ. του βλήματος, του μέσου, [[ρίχνω]], [[πλήττω]] με κάποιο [[πράγμα]], <i>χερμαδίοισι βάλλον</i>, στο ίδ.· <i>βέλεσι βάλλειν τινά</i>, σε Ομήρ. Οδ.· βάλλειν [[ἐπί]] τινα, [[ρίχνω]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Θουκ.· <i>ἐπὶ σκοπὸν</i> ή <i>σκοποῦ βάλλειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, λέγεται για [[κάθε]] είδους βαλλόμενο [[πράγμα]], <i>εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον</i>, σε Ομήρ. Ιλ., κ.α.· χρησιμοποιείται για πρόσωπα, <i>βάλλειν τινὰ ἐν κονίῃσιν</i>, <i>ἐν δαπέδῳ</i>, σε Όμηρ. κ.α.· μεταφ., <i>ἐς κακὸν βάλλειν τινά</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>βάλλειν τινὰ ἐς φόβον</i>, σε Ευρ.· επίσης, <i>ἐν αἰτίᾳ</i> ή <i>αἰτίᾳ βάλλειν τινά</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει, [[ἑτέρωσε]] [[κάρη]] βάλεν, σε Ομήρ. Ιλ.· βάλλειν ἀπὸ [[δάκρυ]] παρειῶν, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για τα μάτια, [[ἑτέρωσε]] βάλ' ὄμματα, [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου σε [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], στο ίδ. κ.α.<br /><b class="num">5.</b> με χαλαρότερη [[έννοια]], [[πετώ]], [[τοποθετώ]], [[εναποθέτω]], ἐν στήθεσσι [[μένος]] [[βάλε]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὅπως]]... φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, μπορούμε να βάλουμε τη [[φιλία]] [[μεταξύ]] τους, στο ίδ.· <i>βάλλειν τί τινι ἐν θυμῷ</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐς θυμὸν βάλλειν</i>, [[βάζω]] στην [[καρδιά]] μου (με τη [[σημασία]] του Μέσ. τύπου), σε Σοφ.<br /><b class="num">6.</b> [[βάλλω]] [[ολόγυρα]], ἀμφ' ὀχέεσσι [[βάλε]] [[κύκλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[επιπλέον]] λέγεται για ενδύματα και όπλα, ἀμφὶ δ' [[Ἀθήνη]] ὤμοις... βάλ' αἰγίδα, στο ίδ.<br /><b class="num">7.</b> η μτχ. <i>βαλών</i> μερικές φορές προστίθεται, όπως το [[λαβών]] ή το <i>ἔχων</i>, στο [[τέλος]] της πρότασης ή της περιόδου [[σχεδόν]] κατά τρόπο πλεοναστικό, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ., <i>ποταμὸς εἰς ἅλα βάλλων</i>, ο [[ποταμός]] χύνεται, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν πέδῳ [[βαλῶ]] (ενν. <i>ἐμαυτήν</i>), σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ομοίως στην [[καθομιλουμένη]], <i>βάλλ' ἐς [[κόρακας]]</i>, εξαφανίσου! πήγαινε απ' εδώ, γκρεμίσου! Λατ. pasce corvos! [[abi]] in malam rem! σε Αριστοφ.<b>Β. I. 1.</b> Μέσ., [[θέτω]], [[βάζω]] σε [[κάτι]] δικό μου, ὡς ἐνὶ θυμῷ [[βάλλευ]], για να το βάλεις στο νου [[σου]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐςθυμὸν βάλλεσθαί τι</i>, σε Ηρόδ.· ἐφ' [[ἑωυτοῦ]] βαλόμενος, κατά την προσωπική [[κρίση]] κάποιου, από [[μόνος]] του, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τόξα</i> ἤ [[ξίφος]] ἀμφ' ὤμοις βάλλεσθαι, [[ρίχνω]] γύρω απ' τους ώμους μου τα τόξα ή το [[ξίφος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἐς [[γαστέρα]] βάλλεσθαι</i>, λέγεται για γυναίκες, [[συλλαμβάνω]], καθίσταμαι [[έγκυος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[βάζω]] θεμέλια, βάσεις, [[ξεκινώ]] να [[δημιουργώ]] [[κάτι]], <i>οἰκοδομίαν</i>, [[στρατόπεδον]], σε Πλάτ., κ.α.· <i>βάλλειν ἄγκυραν</i>, [[ρίχνω]] [[άγκυρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> σπανιότερα, [[χρόα]] βάλλεσθαι λουτροῖς, [[ρίχνω]] [[νερό]] στο [[σώμα]] μου, λούζομαι, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''βάλλω:''' (√<i>ΒΑΛ</i>), μέλ. <i>βᾰλῶ</i>, Ιων. [[βαλέω]], σπάνια <i>βαλλήσω</i>· αόρ. βʹ [[ἔβαλον]], Ιων. απαρ. [[βαλέειν]]· παρακ. [[βέβληκα]]· υπερσ. [[ἐβεβλήκειν]], Επικ. <i>βεβλήκειν</i>· Μέσ. γʹ ενικ. Ιων. παρατ. [[βαλλέσκετο]]· μέλ. <i>βᾰλοῦμαι</i>· αόρ. βʹ <i>ἐβαλόμην</i>, Ιων. προστ. [[βαλεῦ]]· Παθ. μέλ. [[βληθήσομαι]] και <i>βεβλήσομαι</i>· Παθ. αόρ. [[ἐβλήθην]]· στον Όμηρ. υπάρχει [[ένας]] συγκεκ. [[τύπος]] γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. [[ἔβλητο]], υποτ. [[βλήεται]] (αντί <i>βλῆται</i>), βʹ ενικ. ευκτ. [[βλῇο]] ή [[βλεῖο]]· απαρ. [[βλῆσθαι]]· μτχ. [[βλήμενος]]· Παθ. παρακ. [[βέβλημαι]], Ιων. γʹ πληθ. [[βεβλήαται]]· Παθ. υπερσ. [[ἐβεβλήμην]], Ιων. γʹ πληθ. <i>ἐβεβλήατο</i>. Α. Ενεργ., [[ρίχνω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. προσ. ή πράγμ., [[ρίχνω]] με στόχο να χτυπήσω, [[χτυπώ]] κάποιον με οποιοδήποτε [[βλήμα]], αντίθ. προς τα ρ. που σημαίνουν «[[χτυπώ]] ενώ έχω το όπλο στο [[χέρι]]» ([[τύπτω]], [[οὐτάω]]), [[βλήμενος]] ἠὲ τυπείς, σε Ομήρ. Ιλ.· με [[διπλή]] αιτ. προσ. και μέρους, μιν [[βάλε]] μηρὸν ὀϊστῷ, στο ίδ.· με προστιθέμενο σύστ. αντ., [[ἕλκος]], τό μιν [[βάλε]], [[πληγή]], [[τραύμα]] το οποίο αυτός του δημιούργησε, στο ίδ.· επίσης, [[βάλε]] κατ' ἀσπίδα, χτύπησε [[επάνω]] στην [[ασπίδα]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>ἡνίοχον ῥαθάμιγγες ἔβαλλον</i>, στο ίδ.· χρησιμοποιείται για τον ήλιο, <i>ἀκτῖσιν ἔβαλλεν</i> (<i>χθόνα</i>), σε Ομήρ. Οδ.· [[προσβάλλω]] τις αισθήσεις, λέγεται για τον ήχο, [[κτύπος]] [[οὔατα]] βάλλει, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[βάλλω]] τινὰ κακοῖς, <i>φθόνῳ</i>, <i>ψόγῳ</i>, [[πλήττω]] κάποιον με ονειδισμούς, σε Σοφ. κ.α.· [[φθόνος]] βάλλει τινά, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. του όπλου που χρησιμοποιείται προς [[ρίψη]], [[ρίχνω]], [[εξακοντίζω]], βαλὼν [[βέλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν νηυσὶν [[πῦρ]] βάλλειν, στο ίδ.· με δοτ. του βλήματος, του μέσου, [[ρίχνω]], [[πλήττω]] με κάποιο [[πράγμα]], <i>χερμαδίοισι βάλλον</i>, στο ίδ.· <i>βέλεσι βάλλειν τινά</i>, σε Ομήρ. Οδ.· βάλλειν [[ἐπί]] τινα, [[ρίχνω]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Θουκ.· <i>ἐπὶ σκοπὸν</i> ή <i>σκοποῦ βάλλειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, λέγεται για [[κάθε]] είδους βαλλόμενο [[πράγμα]], <i>εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον</i>, σε Ομήρ. Ιλ., κ.α.· χρησιμοποιείται για πρόσωπα, <i>βάλλειν τινὰ ἐν κονίῃσιν</i>, <i>ἐν δαπέδῳ</i>, σε Όμηρ. κ.α.· μεταφ., <i>ἐς κακὸν βάλλειν τινά</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>βάλλειν τινὰ ἐς φόβον</i>, σε Ευρ.· επίσης, <i>ἐν αἰτίᾳ</i> ή <i>αἰτίᾳ βάλλειν τινά</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει, [[ἑτέρωσε]] [[κάρη]] βάλεν, σε Ομήρ. Ιλ.· βάλλειν ἀπὸ [[δάκρυ]] παρειῶν, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για τα μάτια, [[ἑτέρωσε]] βάλ' ὄμματα, [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου σε [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], στο ίδ. κ.α.<br /><b class="num">5.</b> με χαλαρότερη [[έννοια]], [[πετώ]], [[τοποθετώ]], [[εναποθέτω]], ἐν στήθεσσι [[μένος]] [[βάλε]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὅπως]]... φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, μπορούμε να βάλουμε τη [[φιλία]] [[μεταξύ]] τους, στο ίδ.· <i>βάλλειν τί τινι ἐν θυμῷ</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐς θυμὸν βάλλειν</i>, [[βάζω]] στην [[καρδιά]] μου (με τη [[σημασία]] του Μέσ. τύπου), σε Σοφ.<br /><b class="num">6.</b> [[βάλλω]] [[ολόγυρα]], ἀμφ' ὀχέεσσι [[βάλε]] [[κύκλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[επιπλέον]] λέγεται για ενδύματα και όπλα, ἀμφὶ δ' [[Ἀθήνη]] ὤμοις... βάλ' αἰγίδα, στο ίδ.<br /><b class="num">7.</b> η μτχ. <i>βαλών</i> μερικές φορές προστίθεται, όπως το [[λαβών]] ή το <i>ἔχων</i>, στο [[τέλος]] της πρότασης ή της περιόδου [[σχεδόν]] κατά τρόπο πλεοναστικό, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ., <i>ποταμὸς εἰς ἅλα βάλλων</i>, ο [[ποταμός]] χύνεται, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν πέδῳ [[βαλῶ]] (ενν. <i>ἐμαυτήν</i>), σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ομοίως στην [[καθομιλουμένη]], <i>βάλλ' ἐς [[κόρακας]]</i>, εξαφανίσου! πήγαινε απ' εδώ, γκρεμίσου! Λατ. pasce corvos! [[abi]] in malam rem! σε Αριστοφ.<b>Β. I. 1.</b> Μέσ., [[θέτω]], [[βάζω]] σε [[κάτι]] δικό μου, ὡς ἐνὶ θυμῷ [[βάλλευ]], για να το βάλεις στο νου [[σου]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐςθυμὸν βάλλεσθαί τι</i>, σε Ηρόδ.· ἐφ' [[ἑωυτοῦ]] βαλόμενος, κατά την προσωπική [[κρίση]] κάποιου, από [[μόνος]] του, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τόξα</i> ἤ [[ξίφος]] ἀμφ' ὤμοις βάλλεσθαι, [[ρίχνω]] γύρω απ' τους ώμους μου τα τόξα ή το [[ξίφος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἐς [[γαστέρα]] βάλλεσθαι</i>, λέγεται για γυναίκες, [[συλλαμβάνω]], καθίσταμαι [[έγκυος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[βάζω]] θεμέλια, βάσεις, [[ξεκινώ]] να [[δημιουργώ]] [[κάτι]], <i>οἰκοδομίαν</i>, [[στρατόπεδον]], σε Πλάτ., κ.α.· <i>βάλλειν ἄγκυραν</i>, [[ρίχνω]] [[άγκυρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> σπανιότερα, [[χρόα]] βάλλεσθαι λουτροῖς, [[ρίχνω]] [[νερό]] στο [[σώμα]] μου, λούζομαι, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''βάλλω:''' (fut. βᾰλῶ - ион. [[βαλέω]], редко βαλλήσω; aor. 2 ἔβᾰλον, pf. [[βέβληκα]]; pass.: fut. [[βληθήσομαι]] и βεβλήσομαι, aor. [[ἐβλήθην]], pf. [[βέβλημαι]]) реже med.<br /><b class="num">1)</b> бросать, кидать, метать (τι εἰς ἅλα, ἐν πυρί, [[ποτὶ]] πέτρας, [[προτὶ]] γαίῃ Hom.; σπόρον ἐν νειοῖσιν Theocr.): β. τινί Hom., Pind., Soph., Eur., Thuc., Arph., Xen. реже τι Hom. метать что-л.; β. κύβους Aesch., Soph., Plat., Plut. бросать кости или жребий; β. [[πῦρ]] Hom., Polyb. поджигать;<br /><b class="num">2)</b> метать копья (ἐκ χειρός Xen.; β. καὶ τοξεύειν Dem.);<br /><b class="num">3)</b> ронять: β. [[δάκρυ]] Hom. проливать слезы; β., тж. β. τοὸς ὀδόντας Arst. терять зубы;<br /><b class="num">4)</b> надевать, приставлять, приделывать ([[κύκλα]] ἀμφὶ ὀχέεσσι Hom.): ἐν πύλαισιν ἀκοὰν β. Eur. приложить ухо к двери;<br /><b class="num">5)</b> надевать, накидывать (αἰγίδα ἀμφ᾽ ὤμοις, [[ῥάκος]] [[ἀμφί]] τινι, med. ἀμφὶ ὤμοισιν [[ξίφος]] Hom.; [[κρήδεμνον]] πλοκάμοις Anth.);<br /><b class="num">6)</b> закидывать, забрасывать (τὸ [[δίκτυον]] εἰς τὴν θάλασσαν NT; [[ἀμφί]] τινι χεῖρας и πήχεε Hom.): ἐπὶ γᾶν Φρυγῶν ποδὸς [[ἴχνος]] [[βαλεῖν]] Eur. ступить на фригийскую землю;<br /><b class="num">7)</b> валить, опрокидывать (τινὰ ἐν δαπέδῳ и ἐν κονίῃσι Hom.): ἐς [[γόνυ]] τὴν πόλιν β. Her. поставить на колени, т. е. сокрушить государство;<br /><b class="num">8)</b> низвергать, разрушать (οἶκον Aesch.);<br /><b class="num">9)</b> извергать, изгонять (τινὰ γῆς [[ἔξω]] Soph.): ἄθαπτόν τινα [[βαλεῖν]] Soph. лишить кого-л. погребения;<br /><b class="num">10)</b> ввергать, повергать (τινὰ ἐς [[κακόν]] Hom.; τινὰ εἰς [[δεῖμα]] Her. и εἰς φόβον Eur.): [[βαλεῖν]] τινα εἰς ἔχθραν Aesch. навлечь на кого-л. ненависть; ἐν αἰτίᾳ [[βαλεῖν]] τινα Soph. возвести на кого-л. обвинение; τὴν χώραν κινδύνῳ [[βαλεῖν]] Aesch. подвергнуть страну опасности;<br /><b class="num">11)</b> поворачивать, направлять ([[νῆας]] ἐς πόντον Hom.; ὄμματα [[ἑτέρωσε]] Hom. и πρὸς γῆν Eur.; πρὸσωπον εἰς γῆν Eur.);<br /><b class="num">12)</b> опускать, склонять ([[ἑτέρωσε]] [[κάρη]] Hom.);<br /><b class="num">13)</b> гнать, погонять (ἵππους [[πρόσθε]] Hom.; [[κάτωθε]] τὰ μοσχία Theocr.);<br /><b class="num">14)</b> ударять, поражать (τινὰ [[δουρί]] Hom.; τινὰ κακοῖς Eur.): [[βαλεῖν]] τινά τι, [[κατά]], πρός и [[ὑπό]] τι, реже β. τινος [[κατά]] τι Hom. ударить (ранить) кого-л. во что-л.; [[ἕλκος]] τό μιν [[βάλε]] ἰῷ Hom. рана, которую он нанес ему стрелой: β. ψόγῳ τινά Eur. оскорблять кого-л.; β. ἐπὶ σκοπόν Xen., τοῦ σκοποῦ Plat. и ἐπὶ σκοποῦ (v. l. [[ἐπίσκοπα]]) Luc. попадать в цель; ἄχεϊ μεγάλῳ [[βεβολημένος]] [[ἦτορ]] Hom. глубоко огорченный в душе; βάλλει με [[φθόγγος]] δι᾽ [[ὤτων]] Soph. до ушей моих доносится шум;<br /><b class="num">15)</b> (sc. ὕμνῳ) воспевать, славить (τινά Pind.);<br /><b class="num">16)</b> вгонять, вонзать (ἰὸν ἐνὶ στήθεσσί τινι Hom.);<br /><b class="num">17)</b> наводить, нагонять, насылать ([[ὕπνον]] ἐπὶ βλεφάροις Hom.);<br /><b class="num">18)</b> внушать, вселять (τί τινι ἐν θυμῷ Hom., θυμῷ Aesch. и εἰς θυμόν Soph., Plut., ἐν στήθεσσι Hom. и ἐν καρδίᾳ Pind.; λύπην τινί Soph.);<br /><b class="num">19)</b> грузить, нагружать (μῆλα ἐν [[νηΐ]] Hom.);<br /><b class="num">20)</b> med. погружаться ([[χρόα]] βάλλεσθαι λουτροῖς HH);<br /><b class="num">21)</b> (sc. ἑαυτόν) бросаться, устремляться, падать (ἐν πέδῳ Aesch.); (о реке) изливаться, впадать (ποταμὸς εἰς ἅλα βάλλων Hom.): ἵπποι περὶ [[τέρμα]] βαλοῦσαι Hom. кобылицы, обогнувшие столб; βάλλ᾽ ἐς κόρακας! Arph. убирайся прочь!, проваливай!; βάλλ᾽ ἐς μακαρίαν! Plat. что ты, бог с тобой!; εἰς [[ὕπνον]] [[βαλεῖν]] Eur. заснуть;<br /><b class="num">22)</b> (о жидкости) обрызгивать, окроплять (τινά Hom., Eur.);<br /><b class="num">23)</b> осыпать, обдавать (ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες [[ἔβαλλον]] Hom.);<br /><b class="num">24)</b> наливать, вливать ([[οἶνον]] [[νέον]] εἰς ἀσκοὺς παλαιούς NT);<br /><b class="num">25)</b> тж. med. озарять, освещать (ἀκτῖσιν Hom.; γαῖαν Eur.; [[σελήνη]] βαλλομένη διὰ θυρίδων Anth.);<br /><b class="num">26)</b> med. насыпать, возводить ([[χαράκωμα]] πρὸς τῇ πόλει Dem.; χάρακα Polyb., Plut.); закладывать (κρηπῖδα Pind.; τὰς οἰκοδομίας Plat., ἀρχὴν τῶν πραγμάτων Luc.);<br /><b class="num">27)</b> med. обдумывать, замышлять (τι ἐπὶ θυμῷ и [[μετὰ]] φρεσί Hom.; ἐνὶ φρεσί Hom., Hes. или ἐπ᾽ [[ἑωυτοῦ]] Her.): ἐς θυμὸν ἐβάλετο Her. он решил;<br /><b class="num">28)</b> med. зачать; βαλεσθαι ἐς γαστέρα [[γόνον]] Her. забеременеть.
}}
}}