3,274,408
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 42: | Line 42: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γάλα:''' [˘˘], τό, γεν. <i>γάλακτος</i>, σπάνια [[γάλατος]]· [[γάλα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ὀρνίθων [[γάλα]], παροιμ. [[ρήση]] για τα σπάνια και πολυτελή πράγματα, το σημερινό κοινώς λεγόμενο «του πουλιού το [[γάλα]]», σε Αριστοφ. [πιθ. √<i>ΓΛΑΚ</i> ή <i>ΓΛΑΛ</i>, πρβλ. γεν. γάλακ-τος, [[γλάγος]], και (με το <i>γ</i> να έχει εκπέσει) Λατ.[[lac]], [[lactis]]. | |lsmtext='''γάλα:''' [˘˘], τό, γεν. <i>γάλακτος</i>, σπάνια [[γάλατος]]· [[γάλα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ὀρνίθων [[γάλα]], παροιμ. [[ρήση]] για τα σπάνια και πολυτελή πράγματα, το σημερινό κοινώς λεγόμενο «του πουλιού το [[γάλα]]», σε Αριστοφ. [πιθ. √<i>ΓΛΑΚ</i> ή <i>ΓΛΑΛ</i>, πρβλ. γεν. γάλακ-τος, [[γλάγος]], και (με το <i>γ</i> να έχει εκπέσει) Λατ.[[lac]], [[lactis]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γάλα:''' [[γάλακτος]] (γᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> молоко Hom., Pind., Arst., Theocr., Plut.; ἐν γάλακτι (ἐν γάλαξι) εἶναι Eur. или τρέφεσθαι Plat. (о грудных младенцах и детенышах) питаться молоком; ὀρνίθων [[γάλα]] погов. Arph., Luc. птичье молоко, т. е. небывалое лакомство; Ἀφροδίτης [[γάλα]] Arph. = [[οἶνος]];<br /><b class="num">2)</b> млечно-белый сок (τῶν φυτῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> Arst. = [[γαλαξίας]]. | |||
}} | }} |