γάλα: Difference between revisions

660 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 42: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γάλα:''' [˘˘], τό, γεν. <i>γάλακτος</i>, σπάνια [[γάλατος]]· [[γάλα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ὀρνίθων [[γάλα]], παροιμ. [[ρήση]] για τα σπάνια και πολυτελή πράγματα, το σημερινό κοινώς λεγόμενο «του πουλιού το [[γάλα]]», σε Αριστοφ. [πιθ. √<i>ΓΛΑΚ</i> ή <i>ΓΛΑΛ</i>, πρβλ. γεν. γάλακ-τος, [[γλάγος]], και (με το <i>γ</i> να έχει εκπέσει) Λατ.[[lac]], [[lactis]].
|lsmtext='''γάλα:''' [˘˘], τό, γεν. <i>γάλακτος</i>, σπάνια [[γάλατος]]· [[γάλα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ὀρνίθων [[γάλα]], παροιμ. [[ρήση]] για τα σπάνια και πολυτελή πράγματα, το σημερινό κοινώς λεγόμενο «του πουλιού το [[γάλα]]», σε Αριστοφ. [πιθ. √<i>ΓΛΑΚ</i> ή <i>ΓΛΑΛ</i>, πρβλ. γεν. γάλακ-τος, [[γλάγος]], και (με το <i>γ</i> να έχει εκπέσει) Λατ.[[lac]], [[lactis]].
}}
{{elru
|elrutext='''γάλα:''' [[γάλακτος]] (γᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> молоко Hom., Pind., Arst., Theocr., Plut.; ἐν γάλακτι (ἐν γάλαξι) εἶναι Eur. или τρέφεσθαι Plat. (о грудных младенцах и детенышах) питаться молоком; ὀρνίθων [[γάλα]] погов. Arph., Luc. птичье молоко, т. е. небывалое лакомство; Ἀφροδίτης [[γάλα]] Arph. = [[οἶνος]];<br /><b class="num">2)</b> млечно-белый сок (τῶν φυτῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> Arst. = [[γαλαξίας]].
}}
}}