ἥμερος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἥμερος:''' Δωρ. ἅμ-, <i>-ον</i> και <i>-α</i>, <i>-ον</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ήμερος]], τιθασευμένος, εξημερωμένος, Λατ. [[mansuetus]]· λέγεται για τα ζώα, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.· ομοίως, τὰ [[ἥμερα]] μόνο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φυτά και δέντρα, καλλιεργημένος, Λατ. [[sativus]], σε Ηρόδ. κ.λπ.·<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[ήμερος]], [[πράος]], εξευγενισμένος, [[πολιτισμένος]], στον ίδ., σε Δημ.· με παρόμοια [[σημασία]] λέγεται για το [[λιοντάρι]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἥμερος:''' Δωρ. ἅμ-, <i>-ον</i> και <i>-α</i>, <i>-ον</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ήμερος]], τιθασευμένος, εξημερωμένος, Λατ. [[mansuetus]]· λέγεται για τα ζώα, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.· ομοίως, τὰ [[ἥμερα]] μόνο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φυτά και δέντρα, καλλιεργημένος, Λατ. [[sativus]], σε Ηρόδ. κ.λπ.·<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[ήμερος]], [[πράος]], εξευγενισμένος, [[πολιτισμένος]], στον ίδ., σε Δημ.· με παρόμοια [[σημασία]] λέγεται για το [[λιοντάρι]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἥμερος:''' дор. [[ἅμερος]] 2, редко 3 (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> прирученный, ручной, домашний ([[χήν]] Hom.; ζῷα Plat., Arst., Plut.; ἀγέλαι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> возделываемый, взращенный человеком, культурный ([[ἐλαίη]], δένορεα Her.; [[καρπός]] Plat.; φυτά Arst.);<br /><b class="num">3)</b> упорядоченный, содержащийся в порядке, удобный (ὁδοί Plat.);<br /><b class="num">4)</b> воспитанный, культурный, учтивый ([[ἄνδρες]] Her., Dem.).
}}
}}