φιλόνεικος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 22: Line 22:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόνεικος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά τις έριδες, [[πρόθυμος]] για έριδες, [[εριστικός]], σε Πίνδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], αμιλλώμενος, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.· <i>τὸ φιλόνεικον</i>, = [[φιλονεικία]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κως]], με έντονο ανταγωνισμό, στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''φῐλόνεικος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά τις έριδες, [[πρόθυμος]] για έριδες, [[εριστικός]], σε Πίνδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], αμιλλώμενος, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.· <i>τὸ φιλόνεικον</i>, = [[φιλονεικία]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κως]], με έντονο ανταγωνισμό, στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόνεικος:''' <b class="num">1)</b> любящий поспорить Pind., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> соревнующийся, соперничающий, упорствующий: ὁ [[ἐπίπονος]] καὶ φ. [[βίος]] Lys. жизнь, полная трудов и борьбы; φ. πρὸς τὸ μὴ ἐλλείπεσθαι Xen. борющийся за то, чтобы не отстать (v. l. [[φιλόνικος]]).
}}
}}