3,273,730
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύγχῡσις:''' -εως, ἡ ([[συγχέω]]),<br /><b class="num">I.</b> ανάμειξη, [[ανακάτεμα]], [[σύγχυση]], [[ανακατωσούρα]], [[μπέρδεμα]], σε Ευρ.· <i>σύγχυσιν ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] σύγχυσης, ταραχής, αναστάτωσης, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για συμβόλαια και συνθήκες, [[παραβίαση]], [[αθέτηση]], σε Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''σύγχῡσις:''' -εως, ἡ ([[συγχέω]]),<br /><b class="num">I.</b> ανάμειξη, [[ανακάτεμα]], [[σύγχυση]], [[ανακατωσούρα]], [[μπέρδεμα]], σε Ευρ.· <i>σύγχυσιν ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] σύγχυσης, ταραχής, αναστάτωσης, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για συμβόλαια και συνθήκες, [[παραβίαση]], [[αθέτηση]], σε Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύγχῠσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> слияние, смешение (sc. τῶν χυμῶν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> стирание, сглаживание ([[ὅρων]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> разрушение, уничтожение (δόμων Eur.; sc. κόσμου Plut.): σ. βίου Eur. гибель;<br /><b class="num">4)</b> смущение, смятение (ἐπλήσθη ἡ [[πόλις]] τῆς συγχύσεως NT): σύγχυσιν ἔχειν Eur. быть смущенным; σ. ὀμμάτων Eur. смущенный взгляд;<br /><b class="num">5)</b> нарушение (τῶν σπονδῶν Thuc.; ὁρκίων Plut.). | |||
}} | }} |