ἔχιδνα: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔχιδνα:''' ἡ ([[ἔχις]]), [[οχιά]], [[έχιδνα]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για άπιστη σύζυγο ή ύπουλο φίλο, σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''ἔχιδνα:''' ἡ ([[ἔχις]]), [[οχιά]], [[έχιδνα]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για άπιστη σύζυγο ή ύπουλο φίλο, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔχιδνα:''' ἡ<b class="num">1)</b> змея, гадюка Aesch., Her. etc.: γεννήματα ἐχιδνῶν NT змеиное отродье;<br /><b class="num">2)</b> перен. змея, злая и коварная женщина Aesch., Soph.
}}
}}