αὐτοκέλευθος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοκέλευθος:''' -ον, αυτός που πορεύεται το δικό του δρόμο, σε Ανθ.
|lsmtext='''αὐτοκέλευθος:''' -ον, αυτός που πορεύεται το δικό του δρόμο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοκέλευθος:''' привольно текущий или катящий свои воды ([[Ἀλφειός]] Anth.).
}}
}}