τανύπεπλος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνύπεπλος:''' [ῠ], -ον ([[τανύω]]), αυτός που φοράει μακρύ πέπλο, σε Όμηρ.
|lsmtext='''τᾰνύπεπλος:''' [ῠ], -ον ([[τανύω]]), αυτός που φοράει μακρύ πέπλο, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνύπεπλος:''' (ῠ)<b class="num">1)</b> в длинной одежде ([[Ἑλένη]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> широкий или пышный ([[πλακοῦς]] Batr.).
}}
}}