ὁπλομάχος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁπλομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μάχεται φέροντας [[βαρύ]] οπλισμό, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ὁπλομάχος]], <i>ὁ</i>, αυτός που διδάσκει τη [[χρήση]] όπλων, [[αξιωματικός]] [[υπεύθυνος]] για την [[εκγύμναση]] στρατιωτών, σε Θεόφρ.
|lsmtext='''ὁπλομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μάχεται φέροντας [[βαρύ]] οπλισμό, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ὁπλομάχος]], <i>ὁ</i>, αυτός που διδάσκει τη [[χρήση]] όπλων, [[αξιωματικός]] [[υπεύθυνος]] για την [[εκγύμναση]] στρατιωτών, σε Θεόφρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁπλομάχος:''' (ᾰ) сражающийся в тяжелых доспехах Xen., Polyb.
}}
}}