νωτοφόρος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νωτοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει στην [[πλάτη]] του, [[αχθοφόρος]], ως ουσ., φορτηγό, αχθοφόρο ζώο, σε Ξεν.
|lsmtext='''νωτοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει στην [[πλάτη]] του, [[αχθοφόρος]], ως ουσ., φορτηγό, αχθοφόρο ζώο, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''νωτοφόρος:''' несущий на спине, вьючный Xen.
}}
}}