προφητεύω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προφητεύω:''' Δωρ. προφᾱτ-· μέλ. <i>-εύσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπροφήτευσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[ερμηνευτής]] του θελήματος των θεών, <i>μαντεύεο</i>, [[Μοῖσα]], προφατεύσω δ' [[ἐγώ]], σε Πίνδ.· τίς προφητεύει θεοῦ; [[ποιος]] ερμηνεύει τη θέλησή του; σε Ευρ.· ὅστιςσοι προφητεύσει [[τάδε]], θα [[σου]] δώσει αυτή τη [[μαντική]] [[συμβουλή]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στην Κ.Δ., [[ερμηνεύω]] τη Γραφή, [[μιλώ]] και [[κηρύσσω]] υπό την [[επίδραση]] του Αγίου Πνεύματος.
|lsmtext='''προφητεύω:''' Δωρ. προφᾱτ-· μέλ. <i>-εύσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπροφήτευσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[ερμηνευτής]] του θελήματος των θεών, <i>μαντεύεο</i>, [[Μοῖσα]], προφατεύσω δ' [[ἐγώ]], σε Πίνδ.· τίς προφητεύει θεοῦ; [[ποιος]] ερμηνεύει τη θέλησή του; σε Ευρ.· ὅστιςσοι προφητεύσει [[τάδε]], θα [[σου]] δώσει αυτή τη [[μαντική]] [[συμβουλή]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στην Κ.Δ., [[ερμηνεύω]] τη Γραφή, [[μιλώ]] και [[κηρύσσω]] υπό την [[επίδραση]] του Αγίου Πνεύματος.
}}
{{elru
|elrutext='''προφητεύω:''' (fut. προφητεύσω - дор. [[προφατεύσω|προφᾱτεύσω]])<br /><b class="num">1)</b> быть истолкователем воли богов (π. θεοῦ Eur.; π. τὰ [[θεῖα]] τοῖς ἀνθρώποις Arst.): οἱ προφητεύοντες τοῦ ἱροῦ Her. истолкователи прорицаний при храме;<br /><b class="num">2)</b> пророчествовать, прорицать NT: ἡ [[μανία]] προφητεύσασα Plat. пророческое исступление;<br /><b class="num">3)</b> обладать пророческим даром NT.
}}
}}