κατασκευή: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασκευή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[προπαρασκευή]], <i>ἐν κατασκευῇ τοῦ πολέμου</i>, σε [[προετοιμασία]], σε Θουκ.· [[εξοπλισμός]] των πλοίων, των μηχανών κ.λπ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> οποιοδήποτε είδος επίπλου που παραμένει σταθερό, αντίθ. προς αυτό που είναι κινητό ([[παρασκευή]]), κτίρια, εντοιχισμένες εγκαταστάσεις, στον ίδ.· [[αλλά]] επίσης, όπως το [[παρασκευή]], οποιοδήποτε [[έπιπλο]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[κατάσταση]], [[σύσταση]], [[δομή]], [[κατασκευή]] ενός πράγματος, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b>[[κόλπο]], [[τέχνασμα]], [[μηχανή]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''κατασκευή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[προπαρασκευή]], <i>ἐν κατασκευῇ τοῦ πολέμου</i>, σε [[προετοιμασία]], σε Θουκ.· [[εξοπλισμός]] των πλοίων, των μηχανών κ.λπ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> οποιοδήποτε είδος επίπλου που παραμένει σταθερό, αντίθ. προς αυτό που είναι κινητό ([[παρασκευή]]), κτίρια, εντοιχισμένες εγκαταστάσεις, στον ίδ.· [[αλλά]] επίσης, όπως το [[παρασκευή]], οποιοδήποτε [[έπιπλο]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[κατάσταση]], [[σύσταση]], [[δομή]], [[κατασκευή]] ενός πράγματος, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b>[[κόλπο]], [[τέχνασμα]], [[μηχανή]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκευή:''' ἡ<b class="num">1)</b> подготовка (τοῦ πολέμου Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> сооружение, строительство (λιμένων ἢ νεωρίων Plat.; τῶν τειχῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> создавание, построение (τῶν νόμων Plat.);<br /><b class="num">4)</b> устройство, строение, строй, организация (τοῦ σώματος Plat.; πολιτεύματος Polyb.): αἱ κατασκευαὶ τῆς ψυχῆς Plat. (различные) типы душевной организации; κ. τοῦ βίου Plat. способ добывания средств к жизни; ἡ χρημάτων κ. Plat. материальный быт;<br /><b class="num">5)</b> домашняя обстановка, меблировка, утварь (τῆς οἰκίας Dem.): κατασκευὴν [[κτᾶσθαι]] Plat. приобретать обстановку;<br /><b class="num">6)</b> посуда (φιάλαι καὶ οἰνοχόαι καὶ ἄλλη [[κατασκευή]] Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> укладывание багажа, сборы (в путь) Xen.;<br /><b class="num">8)</b> прием, хитрость, уловка (τέχναι καὶ κατασκευαί Aeschin.);<br /><b class="num">9)</b> сочинение, произведение Polyb.
}}
}}