κάρδαμον: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάρδᾰμον:''' τό, είδος κάρδαμου, Λατ. [[nasturtium]] ή ο [[σπόρος]] του, ο [[οποίος]] τρώγονταν όπως η [[μουστάρδα]], [[σινάπι]] από τους Πέρσες, σε Ξεν.· σε πληθ., κάρδαμα, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>βλέπειν κάρδαμα</i>, δηλ. κοιτάζει με οξύ και διαπεραστικό βλέμα, στον ίδ.
|lsmtext='''κάρδᾰμον:''' τό, είδος κάρδαμου, Λατ. [[nasturtium]] ή ο [[σπόρος]] του, ο [[οποίος]] τρώγονταν όπως η [[μουστάρδα]], [[σινάπι]] από τους Πέρσες, σε Ξεν.· σε πληθ., κάρδαμα, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>βλέπειν κάρδαμα</i>, δηλ. κοιτάζει με οξύ και διαπεραστικό βλέμα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάρδαμον:''' τό тж. pl. кардам(он), кресс (разновидность растения с острым вкусом, семена которого употреблялись в пищу в качестве приправы) Plut.: κάρδαμα βλέπειν Arph. сурово глядеть.
}}
}}