κατασκοπέω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εσκεψάμην</i>· [[παρατηρώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]], [[κατασκοπεύω]], σε Ευρ.· κάνω [[αναγνώριση]] εδάφους, σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.
|lsmtext='''κατασκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εσκεψάμην</i>· [[παρατηρώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]], [[κατασκοπεύω]], σε Ευρ.· κάνω [[αναγνώριση]] εδάφους, σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκοπέω:''' тж. med. (fut. κατασκέψομαι, aor. [[κατεσκεψάμην]])<br /><b class="num">1)</b> внимательно или пристально глядеть, высматривать (ὅπῃ νοσοῖεν ξύμμαχοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med. осматривать (ἑαυτόν Xen.; τὰς πανοπλίας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> злоумышлять (τὴν ἐλευθερίαν τινός NT).
}}
}}