συνεργός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους, αυτός που συμβάλλει, που συντελεί, που βοηθάει στην [[επιτέλεση]] ενός έργου· και ως ουσ., [[συνεργάτης]], [[βοηθός]], [[συμμέτοχος]], [[αρωγός]], [[συναυτουργός]], συμπράττων, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., <i>συνεργὸς τείχεος</i>, αυτός που συμβάλλει στην [[ανέγερση]] τείχους, σε Πίνδ.· <i>συνεργὸς ἀδίκων ἔργων</i>, <i>ἀρετᾶς</i>, αυτός που συντελεί στην [[επίτευξη]] ή την απόκτησή τους, σε Ευρ.· [[συνεργός]] τινίτινος, αυτός που βοηθάει κάποιον σε [[κάτι]], σε Ξεν.· <i>εἴς</i>ή [[πρός]] τι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ασκεί το ίδιο [[επάγγελμα]] με κάποιον, που εργάζεται στο ίδιο [[αντικείμενο]], [[συνεργάτης]], [[συνάδελφος]], [[σύντεχνος]], [[ομότεχνος]], σε Δημ.
|lsmtext='''συνεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους, αυτός που συμβάλλει, που συντελεί, που βοηθάει στην [[επιτέλεση]] ενός έργου· και ως ουσ., [[συνεργάτης]], [[βοηθός]], [[συμμέτοχος]], [[αρωγός]], [[συναυτουργός]], συμπράττων, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., <i>συνεργὸς τείχεος</i>, αυτός που συμβάλλει στην [[ανέγερση]] τείχους, σε Πίνδ.· <i>συνεργὸς ἀδίκων ἔργων</i>, <i>ἀρετᾶς</i>, αυτός που συντελεί στην [[επίτευξη]] ή την απόκτησή τους, σε Ευρ.· [[συνεργός]] τινίτινος, αυτός που βοηθάει κάποιον σε [[κάτι]], σε Ξεν.· <i>εἴς</i>ή [[πρός]] τι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ασκεί το ίδιο [[επάγγελμα]] με κάποιον, που εργάζεται στο ίδιο [[αντικείμενο]], [[συνεργάτης]], [[συνάδελφος]], [[σύντεχνος]], [[ομότεχνος]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεργός:''' ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> сотрудник, участник, помощник: σ. τινι Thuc., Xen., реже τινος Plut. оказывающий помощь кому-л.; σ. τινί τινος Xen., Plat. оказывающий помощь кому-л. в чем-л.; σ. πρός и εἴς τι Xen. или ἔν τινι Arph. помощник в чем-л.; θρήνοις ἐμοῖς ξ. - v. l. [[ξυνῳδός]] Eur. рыдающий вместе со мной; χρῆσθαί τινι συνεργῷ Plat. пользоваться чьей-л. помощью;<br /><b class="num">2)</b> сообщник (τινος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> сотоварищ, однокашник Dem.
}}
}}